πολύρρηνος: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολύρ-ρηνος, ον, [ῥήν]<br />[[rich]] in [[sheep]], Od.:—in pl. we [[have]] a heterocl. nom., [[ἄνδρες]] πολύρρηνες Il. | |mdlsjtxt=πολύρ-ρηνος, ον, [ῥήν]<br />[[rich]] in [[sheep]], Od.:—in pl. we [[have]] a heterocl. nom., [[ἄνδρες]] πολύρρηνες Il. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[πολύρρην]]; <i>Od</i>. 11.257; [[πατρίς]], Aeschyl. <i>ep</i>. 1 (VII.255). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:01, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, = πολύρρην (rich in lambs), of a person, Od. 11.257 ; of a country, A. Eleg. 3 ; σταθμός QS. 2.331.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. πολύρρην.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύρρηνος -ον [πολύς, ἀρήν] rijk aan lammeren.
Russian (Dvoretsky)
πολύρρηνος: Hom., Aesch. = πολύρρην.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλά ποίμνια, πολλά πρόβατα, πολύρρην
2. (για χώρα) αυτός που εκτρέφει πολλά πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ρρηνος (< ῥήν, βλ. λ. πολύρρην)].
Greek Monotonic
πολύρρηνος: -ον (ῥήν), πλούσιος σε πρόβατα, σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ. έχουμε ετερόκλ. ονομ., ἄνδρες πολύρρηνες, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύρρηνος: -ον, ὁ πολλὰ ποίμνια ἔχων, Πελίης μὲν ἐν εὐρυχόρῳ Ἰαωλκῷ ναῖε πολύρρηνος Ὀδ. Λ. 256· ἐπὶ χώρας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449, κτλ.· ― ἐν τῷ πληθ., ἔχομεν ἑτερόκλιτον ὄνομ., ἄνδρες πολύρρηνες Ἰλ. Ι. 154, 296, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 3· δοτική τις πολύρρηνι μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσύχ.· καὶ ὀνομ. πολύρρην ἀπαντᾷ παρά τινι Ποιητῇ ἐν Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 15.
Middle Liddell
πολύρ-ρηνος, ον, [ῥήν]
rich in sheep, Od.:—in pl. we have a heterocl. nom., ἄνδρες πολύρρηνες Il.