συμμέτρησις: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de mesurer par comparaison.<br />'''Étymologie:''' [[συμμετρέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />[[action de mesurer par comparaison]].<br />'''Étymologie:''' [[συμμετρέω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:51, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμέτρησις Medium diacritics: συμμέτρησις Low diacritics: συμμέτρησις Capitals: ΣΥΜΜΕΤΡΗΣΙΣ
Transliteration A: symmétrēsis Transliteration B: symmetrēsis Transliteration C: symmetrisis Beta Code: summe/trhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, measuring by comparison, ἡ ξ. τῶν κλιμάκων computation of their length, Th.3.20; τῇ σ. καὶ συμφερόντων καὶ ἀσυμφόρων Epicur.Ep.3p.63U., cf. Phld.Ir.p.76 W.; τοῦ χρόνου D.H.Lys.5, cf. Herod.Med. ap. Orib.10.5.4.

German (Pape)

[Seite 982] ἡ, Abmessung, κλιμάκων, Thuc. 3, 20.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de mesurer par comparaison.
Étymologie: συμμετρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμμέτρησις -εως, ἡ, Att. ook ξυμμέτρησις [συμμετρέω] het berekenen van de afmetingen, met gen. van iets:; τῶν κλιμάκων van de ladders; met ἐκ + gen. op basis van, door vergelijking met iets.

Russian (Dvoretsky)

συμμέτρησις: εως ἡ (со)измерение, исчисление, подсчет Thuc., Diog. L.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α συμμετρῶ
μέτρηση που γίνεται μετά από σύγκριση, από παραβολή («ἡ ξυμμέτρησις τῶν κλιμάκων» — υπολογισμός του μήκους τών κλιμάκων σε σύγκριση με το ύψος του τείχους, Θουκ.).

Greek Monotonic

συμμέτρησις: ἡ, μέτρηση μέσω σύγκρισης, συνυπολογισμός, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συμμέτρησις: ἡ, τὸ μετρεῖν διὰ συγκρίσεως ἢ παραβολῆς, ἡ τῶν κλιμάκων ξ., ὑπολογισμὸς τοῦ μήκους αὐτῶν (ἐν συγκρίσει πρὸς τὸ ὕψος τοῦ τείχους), Θουκυδ. 3. 20· τῇ σ. καὶ συμφερόντων καὶ ἀσυμφόρων Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 130.

Middle Liddell

συμμέτρησις, εως, [from συμμετρέω
commeasurement, Thuc.