συνέξειμι: Difference between revisions

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνέξειμι:''' [[εἶμι]]<br /><b class="num">1)</b> [[вместе выходить]] ([[μετά]] τινος Thuc. и τινί Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[одновременно выделяться]] (τινί Arst.).
|elrutext='''συνέξειμι:''' [[εἶμι]]<br /><b class="num">1</b> [[вместе выходить]] ([[μετά]] τινος Thuc. и τινί Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[одновременно выделяться]] (τινί Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 16:09, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέξειμι Medium diacritics: συνέξειμι Low diacritics: συνέξειμι Capitals: ΣΥΝΕΞΕΙΜΙ
Transliteration A: synéxeimi Transliteration B: synexeimi Transliteration C: synekseimi Beta Code: sune/ceimi

English (LSJ)

(εἶμι A ibo) go out along with or together, μετά τινων Th.3.113; τινι X.Cyr.1.4.15, Arist.Mete.388b14, etc.; ἅμα τισί J.BJ2.2.1. II pass away together, [νοῦσος] τῷ κάλλεϊ σ. τῆς ὥρης Aret.SD1.4.

German (Pape)

[Seite 1015] (s. εἶμι), mit od. zugleich herausgehen; Thuc. 3, 113; τινί, Xen. Cyr. 1, 4, 15; Sp.

French (Bailly abrégé)

sortir avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἔξειμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-έξειμι [2. εἰμί] samen (met...) eropuit gaan, met dat..; Xen. Cyr. 1.4.15; milit. samen uitrukken met, met μετά + gen.. Thuc. 3.113.1.

Russian (Dvoretsky)

συνέξειμι: εἶμι
1 вместе выходить (μετά τινος Thuc. и τινί Xen.);
2 одновременно выделяться (τινί Arst.).

Greek Monolingual

ΜΑ
εξέρχομαι μαζί («συνεξῄει τῷ Κύρῳ», Ξεν.)
αρχ.
παρέρχομαι, περνώ μαζί («[νοῦσος] τῶ κάλλεϊ συνέξεισι τῆς ὥρης», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἔξειμι (Ι) «βγαίνω έξω, αναχωρώ»].

Greek Monotonic

συνέξειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), εξέρχομαι μαζί ή με κάποιον, σε Θουκ.· με δοτ., σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνέξειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἐξέρχομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, μετά τινος Θουκ. 3. 113· τινὶ Ξεν. Κύρ. 1. 4. 15, κτλ. ΙΙ. παρέρχομαι ὁμοῦ, νόσος σ. τῷ κάλλεϊ τῆς ὥρας Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 4.

Middle Liddell

εἶμι ibo]
to go out along with or together, Thuc.; c. dat., Xen.