πορεῖον: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πορεῖον -ου, τό [πορεύω] voertuig. | |elnltext=πορεῖον -ου, τό [πορεύω] [[voertuig]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:53, 29 November 2022
English (LSJ)
τό, A means of conveyance, carriage, GDI5043 (Crete), Pl.Lg. 678c, v.l.in Id.Ti.44e; π. ὑπότροχα trolleys for conveying ships by land, Plb.8.34.11, cf. SIG 581.23 (Hierapytna, ii B.C.); τὸ σκῆπτρον Ἑρμοῦ προκαθηγέτου ἐστὶ π., τούτῳ γὰρ κατάγει φυχάς BSA16.107 (Attalia):—Dor. and Aeol. πορήϊον GDI5040.29 (Crete), Milet.3 No.152.13(Methymna, ii B.C.). II load, PPetr.2p.128 (iii B.C.), etc.; written πορῆον, PTeb.195 (i B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 682] τό, Hülfsmittel den Weg zu bahnen, od. Maschine, Etwas von der Stelle zu bringen; Plat. Legg. III, 678 c; Pol. 8, 36, 11 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ressources pour un voyage ou moyen de transport (char, vaisseau, etc.).
Étymologie: πορεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορεῖον -ου, τό [πορεύω] voertuig.
Russian (Dvoretsky)
πορεῖον: τό средство передвижения Plat., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
πορεῖον: τό, (πορεύω) μέσον μεταφορᾶς ἢ μεταβάσεως, ὄχημα, Λατ. vehiculum, Πλάτ. Νόμ. 678D, Τίμ. 44Ε, Πολυβ. κτλ.· πρβλ. πορήιον.
Greek Monolingual
δωρ. και αιολ. τ. πορήϊον, τὸ, Α πορεύω
1. μέσο μεταφοράς, όχημα, («ὑπότροχα πορεῖα», Πολ.)
2. το χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για να ταξιδεύσει με πλοίο, τα ναύλα
3. φορτίο.