στοματουργός: Difference between revisions
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=στοματουργός -όν [στόμα, ἔργον] woorden producerend, kletsend:. γλῶσσα tong Aristoph. Ran. 826. | |elnltext=στοματουργός -όν [[[στόμα]], [[ἔργον]]] woorden producerend, kletsend:. γλῶσσα tong Aristoph. Ran. 826. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:03, 29 November 2022
English (LSJ)
όν, word-making, γλῶσσα Ar.Ra.826.
German (Pape)
[Seite 948] mit dem Munde arbeilend und dadurch sein Brot verdienend, Mauldrescher, Ar. Ran. 825, adjectivisch.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
artisan de paroles, beau diseur.
Étymologie: στόμα, ἔργον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στοματουργός -όν [στόμα, ἔργον] woorden producerend, kletsend:. γλῶσσα tong Aristoph. Ran. 826.
Russian (Dvoretsky)
στομᾰτουργός: болтающий, мелющий без умолку (γλῶσσα Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
στομᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ποιῶν λέξεις, γλῶσσα Ἀριστοφ. Βάτρ. 826.
Greek Monolingual
-όν, Α
φρ. «στοματουργὸς γλῶσσα» — αυτή που πλάθει λέξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον)].
Greek Monotonic
στομᾰτουργός: -όν (*ἔργω), γλωσσοπλάστης, αυτός που δημιουργεί νέες λέξεις, σε Αριστοφ.