συναποστερέω: Difference between revisions
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />spolier.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀποστερέω]]. | |btext=-ῶ :<br />[[spolier]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀποστερέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 14:55, 8 January 2023
English (LSJ)
A help to strip or cheat, τινά τινος one of a thing, D.30.31, cf. ib.3, J. AJ15.2.7. II help in abstracting, πολλὰ Χρήματα Pl.Lg. 948c.
German (Pape)
[Seite 1003] mit od. zugleich berauben, rauben; χρήματα, Plat. Legg. XII, 948 c; μετά τινός τινα, Dem. 30, 31; ἐμὲ τῶν ὄντων τῷ κηδεστῇ, ib. §. 3.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
spolier.
Étymologie: σύν, ἀποστερέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αποστερέω helpen te beroven (van), met acc. van persoon en gen. van zaak.
Russian (Dvoretsky)
συναποστερέω: вместе лишать: σ. τινι или μετά τινός τινα τῶν ὄντων Dem. вместе с кем-л. отнимать у кого-л. состояние; πολλὰ σ. χρήματα Plat. совместно расхищать значительные средства.
Greek (Liddell-Scott)
συναποστερέω: ἀποστερῶ δι’ ἀπάτης, ἀπατῶ ὁμοῦ, τινά τινος, δι’ ἀπάτης στερῶ τινά τινος ὁμοῦ μετά τινος, Δημ. 872. 21, πρβλ. 864. 16. ΙΙ. συνεργῶ εἰς ὑπεξαίρεσιν, εἰς κλοπήν, πολλὰ χρήματα Πλάτ. Νόμ. 948C.
Greek Monotonic
συναποστερέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ στη στέρηση, αφαίρεση κάποιου πράγματος από κάποιον με δόλο, εξαπατώ από κοινού στερώντας, τινά τινος, κάποιον από κάτι, σε Δημ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to help to strip or cheat, τινά τινος one of a thing, Dem.