τύμβιος: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />sépulcral, funéraire.<br />'''Étymologie:''' [[τύμβος]].
|btext=α, ον :<br />[[sépulcral]], [[funéraire]].<br />'''Étymologie:''' [[τύμβος]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:45, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύμβιος Medium diacritics: τύμβιος Low diacritics: τύμβιος Capitals: ΤΥΜΒΙΟΣ
Transliteration A: týmbios Transliteration B: tymbios Transliteration C: tymvios Beta Code: tu/mbios

English (LSJ)

ον, in the tomb, CIG1956 (Macedonia); also α, ον, θέσις BCH48.518 (Palestine).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
sépulcral, funéraire.
Étymologie: τύμβος.

German (Pape)

[Seite 1161] zum Grabe gehörig, Begräbnisse gehörig, Lycophr. 882.

Greek (Liddell-Scott)

τύμβιος: (οὐχὶ τύμβειος), α, ον, ὁ εἰς τάφον ἀνήκων, ἐπιτάφιος, νεκρικός, τυμβίαν θ’ ὑπὲρ κρηπῖδ’ ἀνεστήλωσαν Ἀργώου δορὸς κλασθὲν πέτευρον Λυκόφρ. 882. ΙΙ. ὁ ἐν τῷ τάφῳ, Κλεοπάτραν τύμβιον Συλλ. Ἐπιγρ. 1956 (ἐνταῦθα τὸ θηλ. τύμβιος).

Greek Monolingual

-ία, -ον, ΜΑ, και τ. θηλ. τυμβιάς, -άδος Μ, και τ. θηλ. τύμβιος Α τύμβος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο, επιτύμβιος, επιτάφιος
αρχ.
(για πρόσ.) θαμμένος («Κλεοπάτραν τύμβιον», επιγρ.).