βόλομαι: Difference between revisions
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=volomai | |Transliteration C=volomai | ||
|Beta Code=bo/lomai | |Beta Code=bo/lomai | ||
|Definition=Ep., Ion. ( | |Definition=Ep., Ion. (''IG''12(9).189.31 (Eretria, iv B. C.)), Arc. (ib.5 (2).3.9 (Tegea, iv B. C.)), = [[βούλομαι]], Τρωσὶν δὴ βόλεται δοῦναι κράτος Il.11.319; <b class="b3">εἰ… βόλεσθε αὐτόν τε ζώειν κτλ</b>. Od.16.387; <b class="b3">νῦν δ' ἑτέρως ἐβόλοντο θεοί</b> (vulg. [[ἐβάλοντο]]) 1.234, cf. A.R.1.262; <b class="b3">εἴ τι βόλεστε</b> (2pl.) ''SIG''1259.5 (iv B. C.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
Ep., Ion. (IG12(9).189.31 (Eretria, iv B. C.)), Arc. (ib.5 (2).3.9 (Tegea, iv B. C.)), = βούλομαι, Τρωσὶν δὴ βόλεται δοῦναι κράτος Il.11.319; εἰ… βόλεσθε αὐτόν τε ζώειν κτλ. Od.16.387; νῦν δ' ἑτέρως ἐβόλοντο θεοί (vulg. ἐβάλοντο) 1.234, cf. A.R.1.262; εἴ τι βόλεστε (2pl.) SIG1259.5 (iv B. C.).
Spanish (DGE)
v. βούλομαι.
German (Pape)
[Seite 452] poet. = βούλομαι; βόλεται Il. 11, 319: βόλεσθε Od. 16, 387; ἐβόλοντο Od. 1, 234. Vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 11, 319 ἡ διπλῆ, ὅτι βόλεται ἀντὶ τοῦ βούλεται.
French (Bailly abrégé)
poét. c. βούλομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βόλομαι ep. en Ιon. voor βούλομαι.
Russian (Dvoretsky)
βόλομαι: эп. = βούλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
βόλομαι: βούλομαι, Τρωσὶν δὴ βόλεται δοῦναι κράτος Ἰλ. Λ. 319· εἰ…βόλεσθε αὐτόν τε ζώειν Ὀδ. Π. 387· νῦν δ’ ἑτέρως ἐβόλοντο θεοί (κοινῶς ἐβάλοντο), Α. 234· ὡσαύτως παρατ. ἐβολλόμαν Θεόκρ. 28. 15. Ἴδε Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λ. βούλομαι 8.
English (Autenrieth)
(βόλεται, βόλεσθε, ἐβόλοντο): will, wish, prefer; Τρώεσσι δὲ βούλετο νῖκήν, Il. 7.21, etc.; often with foll. ἤ, βούλομ' ἐγὼ λᾶὸν σῶν ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι, Il. 1.117.
see βούλομαι.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
βόλομαι: Επικ. τύπος του βούλομαι, σε Όμηρ.· παρατ. ἐβολλόμαν, σε Θεόκρ.