αἰσθητός: Difference between revisions
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[capable of being perceived by the senses]], [[perceptible by the senses]] | |woodrun=[[capable of being perceived by the senses]], [[perceptible by the senses]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[wahrnehmbar]], [[sinnlich]]</i>, Plat. <i>Tim</i>. 37b und [[öfter]].<br><span class="ggns">• Adv.</span>, Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:44, 24 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, and ός, όν Pl.Men. 76d; sensible, perceptible, opp. νοητός, Id.Plt.285e, etc.; τὸ αἰ. object of sensation or perception, Id.Ti.37b, Arist. de An.431b22, cf. Metaph. 999b4. Adv. -τῶς Id.Col.793b27, Posidon.95, Plu.2.953c; in act. sense, Ascl.in Metaph.277.13.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Morfología: [-ός, -όν Pl.Mem.76d]
1 perceptible a través de los sentidos, sensible op. νοητός: ἢ αἰσθητὰ τὰ ὄντα ἢ νοητά Arist.de An.431b22, πάντα ... τὰ ... αἰσθητά τε καὶ νοητὰ [φ] ύσ[ε] ων εἴδη καὶ συν[πε] φ[υ] κότων todas las clases perceptibles y concebibles de entidades y sustancias Phld.Piet.451, ὄψει αἰ. Gorg.B 4, αἰσθηταὶ τινες ὁμοιότητες Pl.Plt.285e, εἰσὶ ὁρίζοντες δύο, εἷς μὲν ὁ αἰσθητός, ἕτερος δὲ ὁ λόγῳ θεωρητός Gem.5.55
•subst. τὸ αἰσθητόν el objeto sensible τὰ αἰσθητὰ δόξῃ περιληπτὰ μετ' αἰσθήσεως Pl.Ti.28b, cf. 37b, τὰ γὰρ αἰσθητὰ πάντα φθείρεται Arist.Metaph.999b4, οἱ καταλαμβάνοντες τὰ αἰσθητά Chrysipp.Stoic.2.90, αἰσθητήρια δι' ὧν ἅπτεται τῶν αἰσθητῶν Ptol.Iudic.5.20, τὰ μὲν αἰσθητὰ πάντα ἀληθῆ καὶ ὄντα S.E.M.8.9
•subst. τὰ αἰσθητά las cualidades sensibles op. αἴσθημα ‘sensación como contenido’, Arist.Metaph.1010b32, 1063b4.
2 adv. -ῶς de manera sensible op. νοερῶς: εἰ μὲν μετὰ αἰσθήσεως διαβιοῖ, αἰσθητῶς καὶ ἐνεργεῖ, εἰ δὲ νοερῶς βιοῖ, νοερῶς καὶ ἐνεργεῖ Ascl.in Metaph.277.13, τοῦτο πάσχον συνεχῶς μὲν οὐκ αἰ. δέ Arist.Col.793b27, διοιδεῖν τὴν θάλατταν καὶ ἐπιβαίνειν τῆς γῆς αἰσθητῶς Posidon.217.34, τὸ ψυχρὸν αἰ. σκληρόν ἐστι Plu.2.953c.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
perceptible par les sens, sensible.
Étymologie: αἰσθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
αἰσθητός: и 2 [adj. verb. к αἰσθάνομαι воспринимаемый чувствами, чувственный Plat., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσθητός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Πλάτων Μένων 76D: - ῥηματ. ἐπίθ., διὰ τῶν αἰσθήσεων ἀντιληπτός, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ νοητός, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 285Ε, κτλ.: τὸ αἰσθητόν, ὅ, τι αἰσθάνεταί τις, τὸ προσπῖπτον εἰς τὰς αἰσθήσεις, ὁ αὐτ. Τίμ. 37Β, κτλ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἀριστ. περὶ χρωμ. 3. 13., Πλούτ. 2. 953C.
Greek Monotonic
αἰσθητός: -ή, -όν και -ός, -όν, ρημ. επίθ. του αἰσθάνομαι, αντιληπτός δια των αισθήσεων, σε Πλάτ.
Middle Liddell
verb. adj. of αἰσθάνομαι,]
perceptible by the senses, Plat.
English (Woodhouse)
capable of being perceived by the senses, perceptible by the senses
German (Pape)
wahrnehmbar, sinnlich, Plat. Tim. 37b und öfter.
• Adv., Plut.