διπάλαιστος: Difference between revisions
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δι-πάλαιστος, ον <i>adj</i> [[παλαιστή]]<br />two palms [[broad]], Xen. | |mdlsjtxt=δι-πάλαιστος, ον <i>adj</i> [[παλαιστή]]<br />two palms [[broad]], Xen. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>zwei [[Palmen]] ([[παλαιστή]]) [[breit]], groß</i>; Xen. <i>Cyn</i>. 2.4; Pol. 27.9, 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 24 November 2022
English (LSJ)
[πᾰ], ον, two palms broad or long, X.Cyn.2.4, Plb. 27.11.2:—also δῐπᾰλαιστιαῖος, α, ον, Heliod. ap. Orib.49.8.6, Gp. 9.10.2.
Spanish (DGE)
(δῐπάλαιστος) -ον
• Alolema(s): -πάλαστος X.Cyn.2.4, ID 1442A.47 (II a.C.)
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 que mide dos palmos de largo o de ancho ἄρκυς X.l.c., βέλος Plb.27.11.2, δάδια ID l.c., φιάλη ID 1417B.2.17 (II a.C.), καυλία Dsc.3.142, μυρσίνης κλωνία Apollon. en Gal.12.859, κρίκοι ... διπάλαιστοι anillos de dos palmos de abertura D.S.18.26.
2 neutr. plu. subst. dos palmos, medida de dos palmos ἐπιθήματα (λόγχων) ... βραχὺ λείποντα διπαλαίστων D.S.5.30, cf. Thphr.HP 4.11.6, Nic.Fr.74.10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
long ou large de deux palmes.
Étymologie: δίς, παλαιστή.
Russian (Dvoretsky)
διπάλαιστος: размером в две палесты (ок. 15.5 см) Xen., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
διπάλαιστος: -ον, δύο παλαμῶν πλάτος ἔχων, Ξεν. Κυν. 2, 4, Πολύβ. 27. 9, 2.
Greek Monolingual
διπάλαιστος, -ον και διπαλαιστιαῖος, -α, -ον (Α)
αυτός που έχει πλάτος δύο παλαιστών, παλαμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + παλαιστή, αιολ. τ. του παλαστή «παλάμη»].
Greek Monotonic
διπάλαιστος: -ον (παλαιστή), αυτός που έχει πλάτος δύο παλάμες, σε Ξεν.
Middle Liddell
δι-πάλαιστος, ον adj παλαιστή
two palms broad, Xen.
German (Pape)
zwei Palmen (παλαιστή) breit, groß; Xen. Cyn. 2.4; Pol. 27.9, 2.