γυναικισμός: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=γυναικισμός -οῦ, ὁ [γυνή] vrouwelijke zwakheid. | |elnltext=γυναικισμός -οῦ, ὁ [γυνή] [[vrouwelijke zwakheid]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:46, 29 November 2022
English (LSJ)
ὁ, womanish weakness, Plb.30.18.5, cf. Phld.Mus.p.16K., D.S.31.15, Plu.Caes.63.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
actitud propia de mujer, comportamiento femenino οὐδένα γὰρ γυναικισμὸν ἐν δεισιδαιμονίᾳ πρότερον κατεγνώκει τῆς Καλπουρνίας Plu.Caes.63
•ref. despect. a hombres afeminados afeminamiento ὑπερβολὴν ... ἀνανδρίας, ἅμα δὲ καὶ γυναικισμοῦ καὶ κολακείας Plb.30.18.5, cf. D.S.31.15, γυναικισμὸν ὃν καὶ Ἀγάθωνος ... οἱ κωμικοὶ κατηγοροῦσιν καὶ Δημοκρίτου Phld.Mus.1.33.5, cf. 4.14.37.
German (Pape)
[Seite 510] ὁ, weibisches Benehmen, Pol. 30, 16, 5; Plut. Caes. 63.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
timidité ou pusillanimité de femme.
Étymologie: γυναικίζω.
Russian (Dvoretsky)
γῠναικισμός: ὁ женственность, женская слабость Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικισμός: ὁ, γυναικώδης ἀδυναμία, Πολύβ. 30.16,5.
Greek Monolingual
ο (AM γυναικισμός) γυναικίζω
συμπεριφορά που ταιριάζει σε γυναίκα
αρχ.
η αδυναμία του γυναικείου φύλου σε σύγκριση ή σχέση με το ανδρικό.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυναικισμός -οῦ, ὁ [γυνή] vrouwelijke zwakheid.