εὐέκτης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evektis | |Transliteration C=evektis | ||
|Beta Code=eu)e/kths | |Beta Code=eu)e/kths | ||
|Definition= | |Definition=εὐέκτου, ὁ, ([[ἔχω]]) [[of a good habit of body]], opp. [[καχέκτης]], Plb. 3.88.2, D.L.2.22: as adjective, ἀθληταί Ph.1.583. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:18, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐέκτου, ὁ, (ἔχω) of a good habit of body, opp. καχέκτης, Plb. 3.88.2, D.L.2.22: as adjective, ἀθληταί Ph.1.583.
German (Pape)
[Seite 1064] ὁ, sich wohlbefindend, gesund u. kräftig, Pol. 3, 88, 2 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
εὐέκτης: Polyb., Diog. L. = εὐεκτικός 1.
Greek (Liddell-Scott)
εὐέκτης: -ου, ὁ, (ἔχω) ὁ εὐεκτῶν, ὑγιής, εὔρωστος, ἀντίθετον τῷ καχέκτης, Πολύβ. 3. 88, 2, Διογ. Λ. 2. 22.
Greek Monolingual
εὐέκτης, ὁ (Α)
1. υγιής, δυνατός, εύρωστος (α. «τὸ δὲ σῶμα εὐέκτης», Αριστοφ.
β. [και ως επίθ.] «εὐέκται ἀθληταί», Φίλ.)
2. ο πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -έκτης (< έχω), πρβλ. καχέκτης, πλεονέκτης].