κατασπασμός: Difference between revisions

From LSJ

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατασπασμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[тяготение вниз]], [[опускание]] (τῶν ὑγρῶν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> pl. [[подавленное состояние духа]], [[угнетенность]] Plut.
|elrutext='''κατασπασμός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[тяготение вниз]], [[опускание]] (τῶν ὑγρῶν Plut.);<br /><b class="num">2</b> pl. [[подавленное состояние духа]], [[угнетенность]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:30, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασπασμός Medium diacritics: κατασπασμός Low diacritics: κατασπασμός Capitals: ΚΑΤΑΣΠΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kataspasmós Transliteration B: kataspasmos Transliteration C: kataspasmos Beta Code: kataspasmo/s

English (LSJ)

ὁ, A = κατάσπασις, ὑγρῶν Plu.2.650c; ὑποχονδρίων Sor.2.36; pulling down, demolition of buildings, Nech. in Cat.Cod.Astr.7.136 (pl.), PRyl.125.6 (i A.D.). 2 plucking, gathering of fruit-crops, ib.97.6 (ii A.D.), etc. 3 stroking or rubbing down, cj. for -πασμός in Cael.Aur.TP1.166. II metaph., depression of spirits, Plu.2.78a (pl.). III lowering of the voice, Antyll. ap. Orib.6.8.5.

German (Pape)

[Seite 1380] ὁ, = κατάσπασις, Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 action de tirer en bas, abaissement;
2 fig. abattement.
Étymologie: κατασπάω.

Russian (Dvoretsky)

κατασπασμός:
1 тяготение вниз, опускание (τῶν ὑγρῶν Plut.);
2 pl. подавленное состояние духа, угнетенность Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κατασπασμός: ὁ, = κατάσπασις, ὁ κ. τῶν ὑγρῶν Πλούτ. 2. 650C. ΙΙ. μεταφορ., ἀθυμία, αὐτόθι 78Α· καταβιβασμός, ὕφεσις τῆς φωνῆς, τῷ κ. τοὺς βαρεῖς φθόγγους Ὀρειβ.

Greek Monolingual

κατασπασμός, ὁ (Α) κατασπώ
1. ιατρ. τάση, ώθηση, πίεση προς τα κάτω
2. έκκριση
3. (για κτίσματα) κατεδάφιση, γκρέμισμα
4. (για δέντρα) συλλογή καρπών
5. μουσ. το χαμήλωμα της έντασης της φωνής ή του ήχου
6. κατάπτωση, αθυμία.