Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηλίς: Difference between revisions

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μηλίς:''' ίδος ἡ мелида (болезнь у ослов) Arst.
|elrutext='''μηλίς:''' ίδος ἡ мелида (болезнь у ослов) Arst.
}}
{{elru
|elrutext='''μηλίς:'''<br /><b class="num">I</b> дор. μᾱλίς, ίδος (ῐδ) ἡ яблоня Theocr.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μηλίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[μῆλον]] Β), = [[μηλέα]], Δωρ. μᾱλίς, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''μηλίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[μῆλον]] Β), = [[μηλέα]], Δωρ. μᾱλίς, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μηλίς:'''<br /><b class="num">I</b> дор. μᾱλίς, ίδος (ῐδ) ἡ яблоня Theocr.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μηλίς]], ίδος, ἡ, [μῆλον2] = [[μηλέα]]
|mdlsjtxt=[[μηλίς]], ίδος, ἡ, [μῆλον2] = [[μηλέα]]
}}
}}

Revision as of 16:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλίς Medium diacritics: μηλίς Low diacritics: μηλίς Capitals: ΜΗΛΙΣ
Transliteration A: mēlís Transliteration B: mēlis Transliteration C: milis Beta Code: mhli/s

English (LSJ)

(A), ίδος, ἡ, (μῆλον B) A = μηλέα, Ibyc.1; Dor. μᾱλίς Theoc. 8.79.
μηλίς (B), ίδος, ἡ, A a distemper of asses, prob. glanders, Arist.HA 605a16.
μηλίς (C), ίδος, ἡ, yellow pigment, Plu.2.58d; cf. Μηλιάς, Μήλιος 11.

German (Pape)

[Seite 172] ίδος, ἡ, = μηλέα, μαλίδες Κυδώνιαι, Quittenbäume, Ibyc. 1. – S. auch μᾶλις.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
pommier, arbre.
Étymologie: μῆλον².

Russian (Dvoretsky)

μηλίς: ίδος ἡ мелида (болезнь у ослов) Arst.

Russian (Dvoretsky)

μηλίς:
I дор. μᾱλίς, ίδος (ῐδ) ἡ яблоня Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

μηλίς: -ίδος, ἡ, (μῆλον Β) = μηλέα, Ἴβυκ. 1· μᾱλίς, Θεόκρ. 8. 79.

Greek Monolingual

μηλίς, -ίδος, ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. μαλίς)
κίτρινο χρώμα, ώχρα
αρχ.
1. το δέντρο μηλιά
2. φρ. «κυδώνιαι μηλίδες» — οι κυδωνιές
3. ονομασία μιας ασθένειας του όνου, πιθ. η βλέννα («οἱ δὲ ὄνοι νοσοῦσι μάλιστα νόσον μίαν, ἣν καλοῦσι μηλίδα», Αριστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ίς (πρβλ. καλαμ-ίς)].

Greek Monotonic

μηλίς: -ίδος, ἡ (μῆλον Β), = μηλέα, Δωρ. μᾱλίς, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

μηλίς, ίδος, ἡ, [μῆλον2] = μηλέα