πολυβλαβής: Difference between revisions
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[βλαβερός]], πολύ [[επιζήμιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε πολλές βλάβες, αυτός που βλάπτεται πολύ [[συχνά]]<br /><b>3.</b> αυτός που βλάπτεται εύκολα<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυβλαβές</i><br />[[κατάσταση]] ή [[ιδιότητα]] [[κατά]] την οποία βλάπτεται [[κανείς]] εύκολα («τὸ τῆς σαρκὸς ἐπίκηρον καὶ πολυβλαβές», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλάβη]]), | |mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[βλαβερός]], πολύ [[επιζήμιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε πολλές βλάβες, αυτός που βλάπτεται πολύ [[συχνά]]<br /><b>3.</b> αυτός που βλάπτεται εύκολα<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυβλαβές</i><br />[[κατάσταση]] ή [[ιδιότητα]] [[κατά]] την οποία βλάπτεται [[κανείς]] εύκολα («τὸ τῆς σαρκὸς ἐπίκηρον καὶ πολυβλαβές», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλάβη]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλοβλαβής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:14, 10 May 2023
English (LSJ)
ές, A very hurtful, EM1.22, Sch.A.R.2.232, Sch.Il.14.271. II Pass., easily hurt, τὸ τῆς σαρκὸς π. Plu.2.1090b.
German (Pape)
[Seite 660] ές (βλάβη), 1) vielfach, sehr schädlich, Schol. Il. 14, 271. – 2) vielem Schaden ausgesetzt, leicht zu beschädigen, Plut. non posse 5.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très endommagé ou facile à endommager.
Étymologie: πολύς, βλάπτω.
Russian (Dvoretsky)
πολυβλᾰβής: подверженный порче или легко повреждаемый (τὸ τῆς σαρκὸς ἐπίκηρον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυβλᾰβής: -ές, λίαν βλαβερός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 271, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως βλαπτόμενος, Πλούτ. 2. 1090Β. πολυβλαστής, ές, ὁ πολλοὺς φύων βλαστούς, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 19, 2.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. πολύ βλαβερός, πολύ επιζήμιος
2. αυτός που υπόκειται σε πολλές βλάβες, αυτός που βλάπτεται πολύ συχνά
3. αυτός που βλάπτεται εύκολα
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυβλαβές
κατάσταση ή ιδιότητα κατά την οποία βλάπτεται κανείς εύκολα («τὸ τῆς σαρκὸς ἐπίκηρον καὶ πολυβλαβές», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. μεγαλοβλαβής].