προλογίζω: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=être le principal acteur d'une pièce.<br />'''Étymologie:''' [[πρόλογος]].
|btext=[[être le principal acteur d'une pièce]].<br />'''Étymologie:''' [[πρόλογος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:15, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλογίζω Medium diacritics: προλογίζω Low diacritics: προλογίζω Capitals: ΠΡΟΛΟΓΙΖΩ
Transliteration A: prologízō Transliteration B: prologizō Transliteration C: prologizo Beta Code: prologi/zw

English (LSJ)

A speak a prologue, Sch.S.Ph.1, etc.; to be the first speaker, Arg.S.OC 2 to be spokesman in a court of law, PLond. 5.1708.27 (vi A.D.). II Med., consider before, Phld.Mus.p.74 K., Gal.4.815, Simp.in Epict.p.26 D.

German (Pape)

[Seite 733] vorher reden, bes. den Prolog sprechen, auftreten, um den Prolog zu sprechen, Scholl.

French (Bailly abrégé)

être le principal acteur d'une pièce.
Étymologie: πρόλογος.

Russian (Dvoretsky)

προλογίζω: рит. произносить пролог или выступать первым в драме.

Greek (Liddell-Scott)

προλογίζω: λέγω πρόλογον, παρὰ τοῖς Σχολ. ΙΙ. λέγω πρότερος, ὁμιλῶ πρῶτος, προλογίζει Οἰδίπους Ὑπόθεσις εἰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. ἐν τέλει 2) μνημονεύω προηγουμένως, Κλήμ. Ἀλ. 985. ΙΙΙ. Μέσ., λογίζω, ἐξετάζω πρότερον, Σιμπλικ. Ἐπιστ. σ. 99. ― Οὐσιαστ. -ισμός, οῦ, ὁ Ἱεροκλ. σ. 152.

Greek Monolingual

ΝΑ πρόλογος
μιλώ πρώτος («στον σύνδεσμο θα προλογίσει ο πρόεδρος»)
νεοελλ.
1. γράφω τον πρόλογο σε κάτι («ο καθηγητής του προλόγισε το βιβλίο»)
2. μιλώ προεισαγωγικά («τη διάλεξη του καθηγητή θα προλογίσει ο πρόεδρος του ιδρύματος»)
αρχ.
1. λέω τον πρόλογο, τα προλεγόμενα
2. μνημονεύω προηγουμένως
3. (σχετικά με δικαστήριο) εκφράζω τις απόψεις, τα αιτήματα μιας ομάδας
4. μέσ. προλογίζομαι
εξετάζω, μελετώ προηγουμένως.