στίλβη: Difference between revisions

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stilvi
|Transliteration C=stilvi
|Beta Code=sti/lbh
|Beta Code=sti/lbh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lamp]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>561</span>, <span class="bibl">Hermipp.28</span>, <span class="bibl">Pl.Com.190</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Att. for [[mirror]], Hsch.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[lamp]], Ar.''Fr.''561, Hermipp.28, Pl.Com.190.<br><span class="bld">II</span> Att. for [[mirror]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στίλβη Medium diacritics: στίλβη Low diacritics: στίλβη Capitals: ΣΤΙΛΒΗ
Transliteration A: stílbē Transliteration B: stilbē Transliteration C: stilvi Beta Code: sti/lbh

English (LSJ)

ἡ,
A lamp, Ar.Fr.561, Hermipp.28, Pl.Com.190.
II Att. for mirror, Hsch.

German (Pape)

[Seite 943] ἡ, der Glanz, das Schimmern, Leuchten eines hellen, glatten oder polirten Körpers. – Nach Hesych. auch Spiegel, Leuchter, Docht; Plat. com. bei Poll. 6, 103; ἐξ ἀγορᾶς δ' ἐγὼ ὠνήσομαι στίλβην τίν', ἥτις μ ὲ πότις, id. bei Poll. 10, 119, vgl. Hermipp. bei Phot., eine Lampe. die nicht viel Oel braucht.

Russian (Dvoretsky)

στίλβη:светильник, фонарь Arph.

Greek (Liddell-Scott)

στίλβη: ἡ, (στίλβω) λαμπηδών, λάμψις· λύχνος, «λάμπα», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 470, Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 8, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. κάτοπτρον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ στίλβω
νεοελλ.
1. στιλπνότητα, λαμπρότητα
2. μετρολ. φωτομετρική μονάδα λαμπρότητας με σύμβολο sb
3. (αστρον.-μετεωρ.) φαινόμενο που συνίσταται στην ταχεία διακύμανση της λαμπρότητας και του χρώματος τών ουρανίων σωμάτων
4. φρ. α) «ατμοσφαιρική στίλβη»
(αστρον.-μετεωρ.) η στίλβη τών ορατών με γυμνό μάτι αστέρων που οφείλεται στις διαταράξεις της γήινης ατμόσφαιρας, οι οποίες μεταβάλλουν κατά τρόπο γρήγορο και ακανόνιστο τον δείκτη διάθλασης του αέρα
β) «μεσοπλανητική στίλβη»
(αστρον.-μετεωρ.) στίλβη που οφείλεται σε διακυμάνσεις της πυκνότητας της μεσοπλανητικής ύλης σε περίπτωση που η στίλβη επηρεάζει τις ραδιοηλεκτρικές ακτινοβολίες που εκπέμπονται από σημειακές ραδιοπηγές
γ) «μεσοαστρική στίλβη»
(αστρον.-μετεωρ.) στίλβη που οφείλεται σε διακυμάνσεις της πυκνότητας της μεσοαστρικής ύλης σε περίπτωση που η στίλβη επηρεάζει τις ραδιοηλεκτρικές ακτινοβολίες που εκπέμπονται από σημειακές ραδιοπηγές
αρχ.
1. λυχνία, λάμπα
2. (κατά τον Ησύχ.) κάτοπτρο.