σπονδῖτις: Difference between revisions
From LSJ
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σπονδῖτις]], ιδος,<br />[[making]] a [[σπονδή]], Anth. | |mdlsjtxt=[[σπονδῖτις]], ιδος,<br />[[making]] a [[σπονδή]], Anth. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=fem. zu [[σπονδίτης]], [[σπονδῖτις]] [[σταγών]] Gaetul. 3 (VI.190). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 24 November 2022
English (LSJ)
ιδος, ἡ, she who makes a libation, making a σπονδή, AP6.190 (Gaet.).
French (Bailly abrégé)
ίτιδος
adj. f.
qui sert aux libations.
Étymologie: σπονδή.
Russian (Dvoretsky)
σπονδῖτις: ῐδος adj. f служащая для возлияний (σταγών Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
σπονδῖτις: -ίδος, ἡ, ἡ κάμνουσα σπονδήν, τῆς σπονδῆς, Ἀνθ. Π. 6. 190.
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, Α
αυτή που κάνει σπονδή («σταγόνα σπονδῑτιν», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + επίθημα -ῖτις (πρβλ. σελην-ῖτις)].
Greek Monotonic
σπονδῖτις: -ιδος, θηλ. επίθ., αυτή που προσφέρει σπονδή, σε Ανθ.
Middle Liddell
σπονδῖτις, ιδος,
making a σπονδή, Anth.