συνορίζω: Difference between revisions
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[ὁρίζω]]<br /><b>μέσ.</b> [[συνορίζομαι]]<br />[[στοιχηματίζω]] («συνορισάμενος ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῖς μαντεῖον», Αισώπ. Μύθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιλαμβάνω]] [[μέσα]] στα [[ίδια]] όρια, [[περιορίζω]]<br /><b>2.</b> (με δοτ.) [[συνορεύω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[δέχομαι]] ως [[σύνορο]]. | |mltxt=ΜΑ [[ὁρίζω]]<br /><b>μέσ.</b> [[συνορίζομαι]]<br />[[στοιχηματίζω]] («συνορισάμενος ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῖς μαντεῖον», Αισώπ. Μύθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιλαμβάνω]] [[μέσα]] στα [[ίδια]] όρια, [[περιορίζω]]<br /><b>2.</b> (με δοτ.) [[συνορεύω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[δέχομαι]] ως [[σύνορο]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit in dieselben [[Grenzen]] [[bringen]] und [[vereinigen]]</i>, Arist. <i>coel</i>. 3.8, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von διακρίνειν; – intr., <i>mit [[angrenzen]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:44, 24 November 2022
English (LSJ)
A bring together, opp. διακρίνω, Arist.Cael.307a33, b2:— Pass., v.l. in Ptol.Harm.1.9. 2 Med., give one's consent to a boundary, Sammelb.5240.15(i A.D.). 3 Med., bet (cf. συντίθημι B. 11.3), συνορισάμενος ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῖς μαντεῖον Aesop.55. II intr., = συνορέω, to be conterminous with, c. dat., OGI221.69 (Ilium, iii B.C.), Antig.Mir.78, D.S.1.30, Peripl.M.Rubr.64: with πρός c. acc., Scymn.839: abs., D.S.14.44, 17.4.
Russian (Dvoretsky)
συνορίζω:
1) заключать в те же границы Arst.;
2) быть сопредельным, граничить (τινί Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
συνορίζω: μέλλ. -ίσω. ὁρίζω, περιορίζω ἢ περιλαμβάνω ἐντὸς τῶν αὐτῶν ὁρίων, Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 8, 12. ― Παθητ., Πτολεμ. Ἁρμ. 22C. ΙΙ. ἀμεταβ. = συνορέω, συνορεύω, εἶμαι ὅμορος, τινὶ Διόδ. 1. 30, Ἀρρ.· ἀπολ., Διόδ. 14. 44., 17. 4.
Greek Monolingual
ΜΑ ὁρίζω
μέσ. συνορίζομαι
στοιχηματίζω («συνορισάμενος ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῖς μαντεῖον», Αισώπ. Μύθ.)
αρχ.
1. περιλαμβάνω μέσα στα ίδια όρια, περιορίζω
2. (με δοτ.) συνορεύω
3. μέσ. δέχομαι ως σύνορο.
German (Pape)
mit in dieselben Grenzen bringen und vereinigen, Arist. coel. 3.8, im Gegensatz von διακρίνειν; – intr., mit angrenzen, Sp.