φαρμακοποιός: Difference between revisions
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φαρμᾰκοποιός:''' [[приготовляющий снадобья]] или [[волшебные зелья]] ([[ἔθνος]], sc. Τυρρηνῶν Aesch.). | |elrutext='''φαρμᾰκοποιός:''' [[приготовляющий снадобья]] или [[волшебные зелья]] ([[ἔθνος]], ''[[sc.]]'' Τυρρηνῶν Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:17, 30 November 2022
English (LSJ)
όν, preparing drugs, ἔθνος φαρμακοποιόν = a nation that makes drugs A.Eleg.2, cf. Cat.Cod.Astr.8(4).211.
German (Pape)
[Seite 1256] Arzneien machend, Heilmittel bereitend, Gift mischend, Malerfarben zubereitend, Sp.
Russian (Dvoretsky)
φαρμᾰκοποιός: приготовляющий снадобья или волшебные зелья (ἔθνος, sc. Τυρρηνῶν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκοποιός: -όν, ὁ παρασκευάζων φάρμακα ἢ χρώματα, κλπ.· φαρμακοποιὸν ἔθνος, ἔθνος ἀποτελούμενον ἐκ μάγων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ 448.
Greek Monolingual
ο και η / φαρμακοποιός, -όν, ΝΑ
παρασκευαστής φαρμάκων
νεοελλ.
1. επιστήμονας ειδικευμένος στη φαρμακευτική, ο οποίος έχει την ευθύνη για την εκτέλεση τών συνταγών γιατρών, οδοντιάτρων και κτηνιάτρων και για την παρασκευή δοσολογικών μορφών φαρμάκων, αν δεν υπάρχει ανάλογο ιδιοσκεύασμα
2. στρ. βαθμός αξιωματικού του υγειονομικού σώματος αντίστοιχος με αυτόν του λοχαγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + -ποιός].