φιλοδοξία: Difference between revisions

From LSJ

τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπάργανα → a mean origin, the cheap swaddling-cloth of his birth

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />amour de la gloire, recherche de la renommée.<br />'''Étymologie:''' [[φιλόδοξος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[amour de la gloire]], [[recherche de la renommée]].<br />'''Étymologie:''' [[φιλόδοξος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:45, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοδοξία Medium diacritics: φιλοδοξία Low diacritics: φιλοδοξία Capitals: ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ
Transliteration A: philodoxía Transliteration B: philodoxia Transliteration C: filodoksia Beta Code: filodoci/a

English (LSJ)

ἡ, love of fame or glory, SIG577.3 (Milet., iii/ii B. C.), Plb.3.104.1, 24.9.8; in bad sense, concern for one's reputation, Phld.Rh.1.139 S., al., Ph.2.5, al., Gal.15.450: pl., Plu.2.1050d.

German (Pape)

[Seite 1279] ἡ, Ruhmliebe, Ehrliebe, Ehrsucht, Ehrbegierde, Pol. 26, 2,8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour de la gloire, recherche de la renommée.
Étymologie: φιλόδοξος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοδοξία: ἡ тж. pl. славолюбие, честолюбие Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοδοξία: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὴν δόξαν ἢ τιμήν, Πολύβ. 3. 104, 1., 26. 2, 8· ― ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 1050D.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλόδοξος
η ιδιότητα του φιλόδοξου, ζωηρή επιθυμία για ανάδειξη και επικράτηση, για πρόσκτηση δόξας
νεοελλ.
1. ευγενική επιθυμία για την επιτέλεση ενός έργου, για την πραγμάτωση ενός υψηλού στόχου («έχει την φιλοδοξία να διαδώσει τα οικολογικά μηνύματα στην πατρίδα του»)
2. (με αρνητική σημ.) μεγαλομανία.

Greek Monotonic

φῐλοδοξία: ἡ, αγάπη για τιμές ή δόξα, σε Πολύβ.

Middle Liddell

φῐλοδοξία, ἡ,
love of honour or glory, Polyb. [from φῐλόδοξος]