φραδμοσύνη: Difference between revisions
Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />prudence, sagesse.<br />'''Étymologie:''' [[φράδμων]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />[[prudence]], [[sagesse]].<br />'''Étymologie:''' [[φράδμων]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:45, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, poet. Noun, shrewdness, cunning, in dat. pl. φραδμοσύνῃς h.Ap.99, Hes.Op.245, Th.626, etc.; dat. sg. φραδμοσύνῃ A.R.2.647; cf. φρασμοσύνη.
German (Pape)
[Seite 1302] ἡ, Verstand, Einsicht, Geschicklichkeit, List; H. h. Apoll. 99; Hes. öfter im plur.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
prudence, sagesse.
Étymologie: φράδμων.
Russian (Dvoretsky)
φραδμοσύνη: ἡ разумность, тонкий замысел HH, Hes.
Greek (Liddell-Scott)
φραδμοσύνη: ἡ, ποιητ ὄνομα εὐφυΐα, νόησις, δεξιότης, ἐν τῇ δοτ. πληθ., φραδμοσύνῃσιν Ὑμν Ὁμ εἰς Ἀπόλλ. 99, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 243, Θεογον. 626, κλπ.· ἐν τῷ ἑνικῷ φραδμοσύνῃ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 647. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φραδμοσύνη· σκέψις, βουλή, νόησις».
Greek Monolingual
και φρασμοσύνη, ἡ, Α φράδμων / φράσμων, -όνος]
ευφυΐα, επιτηδειότητα.
Greek Monotonic
φραδμοσύνη: ἡ, ποιητ. όνομα, κατανόηση, εξυπνάδα, δεξιότητα, σε δοτ. πληθ. φραδμοσύνῃς, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
Middle Liddell
φραδμοσύνη, ἡ,
poet. Noun, understanding, shrewdness, cunning, in dat. pl. φραδμοσύνῃσιν Hhymn., Hes.