χαλκῖτις: Difference between revisions
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίτιδος και -ίτεως, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[χαλκίτιδα]]. | |mltxt=-ίτιδος και -ίτεως, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[χαλκίτιδα]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=fem. zu [[χαλκίτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:47, 24 November 2022
English (LSJ)
ιδος (εως Gal. 13.375), ἡ, A containing copper, λίθος χ. copper-ore, worked in Cyprus, Arist.HA552b10; and in Euboea, Plu.2.434a. 2 a mineral, rock-alum, Emp. ap. Gal.15.32 (sed v. foreg.), Dsc.5.99, POxy.1088.19 (i A. D.), Sor.2.41; χ. στυπτηρίη Hp.Ulc.14; χ. κυανέη (of doubtful nature) ib.21. II = χρυσάνθεμον, Ps.-Dsc.4.58.
French (Bailly abrégé)
ίτεως ou ίτιδος
adj. f.
de cuivre.
Étymologie: χαλκός.
Russian (Dvoretsky)
χαλκῖτις: εως и ιδος adj. f содержащая медь: χ. λίθος Arst. медный колчедан.
ιδος ἡ (sc. φλέψ) меденосная жила Plut.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκῖτις: -ιδος, ἡ, περιέχουσα χαλκόν, λίθος χ., μεταλλικὴ πέτρα περιέχουσα χαλκόν, ἣν ἐκαμίνευον ἐν Κύπρῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 24· καὶ ἐν Εὐβοίᾳ, χ. φλὲψ Πλούτ. 2. 434Α. 2) ὀρυκτόν τι, στυπτηρία, Ἐμπεδ. παρὰ Γαλην., Διοσκ. 5. 115· πρβλ. Foës. Oec. Hipp. ἐν λ. στυπτηρία. ΙΙ. = χρυσάνθεμον, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθων) 4. 58.
Greek Monolingual
-ίτιδος και -ίτεως, ἡ, Α
βλ. χαλκίτιδα.
German (Pape)
fem. zu χαλκίτης.