χορίαμβος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>(μετρ.)</b> [[τετρασύλλαβος]] [[εξάσημος]] [[πους]], αποτελούμενος από τροχαίο και ίαμβο, ο [[οποίος]] έχει τον μετρικό τόνο στην πρώτη ή στην τέταρτη [[συλλαβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χορ</i>-<i>εῖος</i> «[[είδος]] μετρικού ποδός» <span style="color: red;">+</span> [[ἴαμβος]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>(μετρ.)</b> [[τετρασύλλαβος]] [[εξάσημος]] [[πους]], αποτελούμενος από τροχαίο και ίαμβο, ο [[οποίος]] έχει τον μετρικό τόνο στην πρώτη ή στην τέταρτη [[συλλαβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χορ</i>-<i>εῖος</i> «[[είδος]] μετρικού ποδός» <span style="color: red;">+</span> [[ἴαμβος]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=[=[[τετρασύλλαβος]] [[μετρικός]] πόδας πού [[ἔχει]] ἕναν τροχαῖο (-υ) καί ἕναν ἴαμβο (υ-) (-υυ-)]. Ἀπό τό [[χορεῖος]] ἤ [[χόριος]] + [[ἴαμβος]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη [[χορός]].
}}
}}

Revision as of 14:10, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορῐαμβος Medium diacritics: χορίαμβος Low diacritics: χορίαμβος Capitals: ΧΟΡΙΑΜΒΟΣ
Transliteration A: choríambos Transliteration B: choriambos Transliteration C: choriamvos Beta Code: xori/ambos

English (LSJ)

ὁ, in metre, choriambus, i.e. foot of four syllables (- -), consisting of a chorius (- ) and iambus ( -), Heph.3.3, Aristid. Quint.1.22.

German (Pape)

[Seite 1366] ὁ, in der Metrik ein viersylbiger Versfuß, aus einem Choreus od. Trochäus und einem Jambus bestehend [- ñ ñ- ], Gramm.

Russian (Dvoretsky)

χορίαμβος: ὁ стих. хориамб (стопа ‒∪∪‒).

Greek (Liddell-Scott)

χορίαμβος: ὁ, ἐν τῇ μετρικῇ, ποὺς συγκείμενος ἐκ χορείου (= τροχαίου) καὶ ἰάμβου (-υυ-), Terent. Maur.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
(μετρ.) τετρασύλλαβος εξάσημος πους, αποτελούμενος από τροχαίο και ίαμβο, ο οποίος έχει τον μετρικό τόνο στην πρώτη ή στην τέταρτη συλλαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορ-εῖος «είδος μετρικού ποδός» + ἴαμβος.

Mantoulidis Etymological

[=τετρασύλλαβος μετρικός πόδας πού ἔχει ἕναν τροχαῖο (-υ) καί ἕναν ἴαμβο (υ-) (-υυ-)]. Ἀπό τό χορεῖοςχόριος + ἴαμβος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη χορός.