ἀκοινωνησία: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀκοινωνησία]]) [[ἀκοινώνητος]]<br />η [[έλλειψη]] κοινωνικότητας, η [[αποφυγή]] σχέσεων και συναναστροφών || <b>μσν.-νεοελλ.</b> η [[απαγόρευση]] σε κάποιον να κοινωνήσει, να λάβει τη [[θεία]] Μετάληψη<br /><b>μσν.</b><br />ο [[αφορισμός]], η [[αποκοπή]] κάποιου από το [[σώμα]] της Εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br />το να μην υπάρχει [[συμμετοχή]] από κοινού σε [[αγαθά]].
|mltxt=η (Α [[ἀκοινωνησία]]) [[ἀκοινώνητος]]<br />η [[έλλειψη]] κοινωνικότητας, η [[αποφυγή]] σχέσεων και συναναστροφών || <b>μσν.-νεοελλ.</b> η [[απαγόρευση]] σε κάποιον να κοινωνήσει, να λάβει τη [[θεία]] Μετάληψη<br /><b>μσν.</b><br />ο [[αφορισμός]], η [[αποκοπή]] κάποιου από το [[σώμα]] της Εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br />το να μην υπάρχει [[συμμετοχή]] από κοινού σε [[αγαθά]].
}}
{{pape
|ptext=ή, <i>[[Mangel]] an [[Gemeinschaft]]</i>, z.B. κτήσεων Arist. <i>Pol</i>. 2.3; Sp.
}}
}}

Revision as of 17:02, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκοινωνησία Medium diacritics: ἀκοινωνησία Low diacritics: ακοινωνησία Capitals: ΑΚΟΙΝΩΝΗΣΙΑ
Transliteration A: akoinōnēsía Transliteration B: akoinōnēsia Transliteration C: akoinonisia Beta Code: a)koinwnhsi/a

English (LSJ)

ἡ,
A non-existence of community of property, Arist. Pol.1236b22.
II unsociableness, Stob.2.7.25.
III lack of community, incompatibility, Dam.Pr.221, 423.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I 1falta de propiedad colectiva ὧν οὐδὲν γίνεται διὰ τὴν ἀκοινωνησίαν ἀλλὰ διὰ τὴν μοχθηρίαν estos (males) no se deben a que no exista la propiedad colectivizada sino a la maldad Arist.Pol.1263b22.
2 falta de motivos comunes, incompatibilidad Dam.in Prm.221, 423.
3 insociabilidad Stob.2.7.25.
II crist. excomunión Leont.Byz.M.86.1236A.

Russian (Dvoretsky)

ἀκοινωνησία: ἡ отсутствие общности: διὰ τὴν ἀκοινωνησίαν Arst. вследствие того, что нет общности владения.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοινωνησία: ἡ, ἔλλειψις κοινωνίας ἢ κοινότητος τῶν ἀγαθῶν, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 12. ΙΙ. τὸ μὴ εἶναί τινα κοινωνικόν, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 320. ΙΙΙ. ἀφορισμὸς ἀπὸ τῆς ἱερᾶς κοινωνίας, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

η (Α ἀκοινωνησία) ἀκοινώνητος
η έλλειψη κοινωνικότητας, η αποφυγή σχέσεων και συναναστροφών

German (Pape)

ή, Mangel an Gemeinschaft, z.B. κτήσεων Arist. Pol. 2.3; Sp.