ἀπαναλίσκω: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπανᾱλίσκω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀπανᾱλίσκω:'''<br /><b class="num">1</b> [[расходовать]], [[тратить]] (τι Thuc.): ἀπαναλῶναι ἔς τι Thuc. и πρός τι Diod. быть израсходованным на что-л.;<br /><b class="num">2</b> [[терять]]: τὰ ἀπαναλισκόμενα Thuc. потери, урон; τοσοῦτον ἀπανῆλωσε τοῦ δήμου [[μέρος]] Plut. вот какая часть населения погибла. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:30, 25 November 2022
English (LSJ)
fut. -ανᾱλώσω, Alciphr.3.47: pf. A ἀπανάλωκα Th.7.11: aor. 1 Pass. -ηλώθην ib.30: plpf. ἀπανηλώμην D.S.12.40: pf. -ηλωμένος J.AJ12.9.5:—use quite up, utterly consume, Il.cc.:—part. Pass. ἀπαναλούμενος in Ti.Locr.101d. II spend from a given sum, IG1.32.26.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. act. opt. ἀπαναλώσειεν Plot.3.2.2, med. part. ἀπαναλούμενος Ti.Locr.101d; perf. act. part. ἀπανηλωκυίας Th.7.11, med. part. ἀπανηλωμένου I.AI 12.378]
I 1utilizar, emplear ἀπανηλωκυίας τῆς φυλακῆς τῶν τειχῶν μέρος τι τοῦ ὁπλιτικοῦ Th.l.c.
2 gastar ἀργύριον Alciphr.3.11.4, en v. med. τι IG 12.91.26 (V a.C.)
•en v. pas. τά τε ὄντα καὶ ἀπαναλισκόμενα lo que se tiene y lo que se gasta Th.7.14, μύρια (τάλαντα) ... ἐς Ποτείδαιαν ἀπανηλώθη Th.2.13, ἀπανηλωμένου καρποῦ I.l.c.
•fig. en v. med. καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἀπαναλίσκεται ὁ βίος día a día se va gastando la vida M.Ant.3.1.
II destruir τὸ κράτιστον τῆς βουλῆς καὶ τῆς ἱππάδος D.C.11.4, ἀπαναλώσειεν ἄλλο ἄλλο Plot.3.2.2
•en v. pas. ser aniquilado, perecer τῶν ... Μυκαλησσίων μέρος τι ἀπανηλώθη Th.7.30.
German (Pape)
[Seite 278] (s. ἀναλίσκω), ganz verbrauchen, verwenden, ἀπαναλωκυῖα Thuc. 7, 11; απανηλώθη 2, 13; ἀπαναλώθη 7, 30; Tim. Locr. 101 d; Sp., wie Dion. Hal. 4, 43; ἀπανήλωσε Plut. Caes. 55.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπαναλώσω, ao. ἀπανήλωσα, pf. ἀπανήλωκα;
dépenser en pure perte.
Étymologie: ἀπό, ἀναλίσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπανᾱλίσκω:
1 расходовать, тратить (τι Thuc.): ἀπαναλῶναι ἔς τι Thuc. и πρός τι Diod. быть израсходованным на что-л.;
2 терять: τὰ ἀπαναλισκόμενα Thuc. потери, урон; τοσοῦτον ἀπανῆλωσε τοῦ δήμου μέρος Plut. вот какая часть населения погибла.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανᾱλίσκω: μέλλ. -ανᾱλώσω, πρβλ. Ἀλκίφρονα 3. 47: πρκμ. ἀπανάλωκα Θουκ. 7. 11: ἀόρ. παθ. -ώθην ὁ αὐτ. 7. 30: ὑπερσυντ. ἀπανηλώμην Διόδ. 12. 40: καταναλίσκω τι ὁλοσχερῶς, καταδαπανῶ, ἔνθ’ ἀνωτ.: ― ὁ τύπος ἀπαναλόω ἀπαντᾷ παρὰ Τιμ. Λοκρ. 101D κατὰ παθ. μετοχ. ἐνεστ.
Greek Monolingual
ἀπαναλίσκω (Α)
καταναλώνω τελείως κάτι.
Greek Monotonic
ἀπανᾱλίσκω: μέλ. -αναλώσω· παρακ. ἀπανάλωκα — Παθ., αόρ. αʹ -αναλώθην· καταδαπανώ, καταναλώνω ολοκληρωτικά, σε Θουκ.