ἁδρόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἁδρός]]<br />to [[come]] to one's [[strength]], Plat.
|mdlsjtxt=[[ἁδρός]]<br />to [[come]] to one's [[strength]], Plat.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=-οῦμαι (=[[ὡριμάζω]], [[γίνομαι]] [[δυνατός]]). Ἀπό τό [[ἁδρός]] ἀπό ὅπου καί τό οὐσ. ἁδροτήςῆτος (=ὡριμότητα), [[ἁδρέω]] (=[[ὡριμάζω]]).
}}
}}

Revision as of 15:40, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁδρόομαι Medium diacritics: ἁδρόομαι Low diacritics: αδρόομαι Capitals: ΑΔΡΟΟΜΑΙ
Transliteration A: hadróomai Transliteration B: hadroomai Transliteration C: adroomai Beta Code: a(dro/omai

English (LSJ)

Pass., (ἁδρός) grow stout, Myro Hist.1.

Spanish (DGE)

desarrollarse vigorosamente Myro 2.
• Etimología: Cf. ἁδρός.

Russian (Dvoretsky)

ἁδρόομαι: созревать, крепнуть (βλαστάνειν καὶ ἁ. Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁδρόομαι: παθ. (ἁδρὸς) = ὡριμάζω, γίνομαι ἰσχυρός, Πλάτ. Πολ. 498Β· -εἶμαι εὔρωστος Μύρων παρ’ Ἀθην. 657D.

Greek Monotonic

ἁδρόομαι: Παθ. (ἁδρός), γίνομαι ώριμος, ισχυρός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἁδρός
to come to one's strength, Plat.

Mantoulidis Etymological

-οῦμαι (=ὡριμάζω, γίνομαι δυνατός). Ἀπό τό ἁδρός ἀπό ὅπου καί τό οὐσ. ἁδροτήςῆτος (=ὡριμότητα), ἁδρέω (=ὡριμάζω).