ἐγερσιφαής: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=egersifais | |Transliteration C=egersifais | ||
|Beta Code=e)gersifah/s | |Beta Code=e)gersifah/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐγερσιφαές, [[light-stirring]], <b class="b3">ἐ. πέτρος</b> the flint, ''AP''6.5 (Phil.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:34, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐγερσιφαές, light-stirring, ἐ. πέτρος the flint, AP6.5 (Phil.).
Spanish (DGE)
(ἐγερσῐφᾰής) -ές
que despierta la luz τὸν ἐγερσιφαῆ, πυρὸς ἔγκυον, ἔμφλογα πέτρον del pedernal AP 6.5 (Philippus).
German (Pape)
[Seite 703] Feuer erweckend; λίθος, Feuerstein, Philp. 22 (VI, 5).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui fait jaillir la lumière (pierre à feu).
Étymologie: ἐγείρω, φάος.
Russian (Dvoretsky)
ἐγερσιφᾰής: производящий огонь (πέτρος - v.l. λίθος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγερσῐφαής: -ές, ὁ τὸ φῶς διεγείρων, φῶς ἐκβάλλων, ἐγ. λίθος, ὁ πυρίτης, Ἀνθ. Π. 6.5.
Greek Monolingual
ἐγερσιφαής, -ές (Α)
(λίθος) που αναδίδει φως, που λάμπει.
Greek Monotonic
ἐγερσῐφαής: -ές (φάος), αυτός που έχει ζωηρό φως, ἐγ. λίθος, ο πυρίτης, σε Ανθ.