ἐπεισρέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπεισρέω:''' староатт. ἐπεσρέω (только praes.)<br /><b class="num">1)</b> [[втекать]], [[притекать]] (εἰς τὸ κενούμενον ἐπεισρέων ὁ [[ἀήρ]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[стекаться]] (πολλῶν ἐπὶ πολλοῖς ἐπεσρεόντων Luc.).
|elrutext='''ἐπεισρέω:''' староатт. ἐπεσρέω (только praes.)<br /><b class="num">1</b> [[втекать]], [[притекать]] (εἰς τὸ κενούμενον ἐπεισρέων ὁ [[ἀήρ]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[стекаться]] (πολλῶν ἐπὶ πολλοῖς ἐπεσρεόντων Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:15, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισρέω Medium diacritics: ἐπεισρέω Low diacritics: επεισρέω Capitals: ΕΠΕΙΣΡΕΩ
Transliteration A: epeisréō Transliteration B: epeisreō Transliteration C: epeisreo Beta Code: e)peisre/w

English (LSJ)

flow in upon or besides, Trag.Adesp.89, Ph.Fr.73 H., Plu.Num.20, Luc. Alex.49.

German (Pape)

[Seite 912] (s. ῥέω), noch dazu hineinfließen, herbeiströmen, Luc. Alex. 49 Plut. Num. 20.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
couler en outre dans ou sur.
Étymologie: ἐπί, εἰσρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισρέω: староатт. ἐπεσρέω (только praes.)
1 втекать, притекать (εἰς τὸ κενούμενον ἐπεισρέων ὁ ἀήρ Plut.);
2 стекаться (πολλῶν ἐπὶ πολλοῖς ἐπεσρεόντων Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισρέω: μέλλ. -ρεύσομαι, εἰσρέω ὑπεράνωθέν τινος, ὡς ὅτανθάλασσα ὁρμᾷ κατὰ τῶν πλευρῶν πλοίου καὶ εἰσρέῃ εἰς αὐτὸ ὑπεράνωθεν αὐτῶν, καὶ τὴν μὲν ἐξηντλοῦμεν, ἡ δ’ ἐπεισρέει Ποιητ. παρ’ Ἀρρ. ἐν Περίπλ. Εὐξ. Πόντ. 3, ἐν τέλει· οἷον ἐκ πηγῆς τῆς Νουμᾶ σοφίας τῶν καλῶν καὶ δικαίων ἐπεισρεόντων εἰς ἅπαντας Πλουτ. Νουμ. 20, Λουκ. Ἀλέξ. 49, Ἀθήν. 156Ε.

Greek Monolingual

ἐπεισρέω (Α) εισρέω
εισρέω κάπου από υψηλότερο σημείο.

Greek Monotonic

ἐπεισρέω: μέλ. -ρεύσομαι, εισρέω από πάνω ή υπερχειλίζω, σε Πλούτ., Λουκ.

Middle Liddell

fut. -ρεύσομαι
to flow in upon or besides, Plut., Luc.