ἐπεισρέω: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπεισρέω:''' староатт. ἐπεσρέω (только praes.)<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἐπεισρέω:''' староатт. ἐπεσρέω (только praes.)<br /><b class="num">1</b> [[втекать]], [[притекать]] (εἰς τὸ κενούμενον ἐπεισρέων ὁ [[ἀήρ]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[стекаться]] (πολλῶν ἐπὶ πολλοῖς ἐπεσρεόντων Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:15, 25 November 2022
English (LSJ)
flow in upon or besides, Trag.Adesp.89, Ph.Fr.73 H., Plu.Num.20, Luc. Alex.49.
German (Pape)
[Seite 912] (s. ῥέω), noch dazu hineinfließen, herbeiströmen, Luc. Alex. 49 Plut. Num. 20.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
couler en outre dans ou sur.
Étymologie: ἐπί, εἰσρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισρέω: староатт. ἐπεσρέω (только praes.)
1 втекать, притекать (εἰς τὸ κενούμενον ἐπεισρέων ὁ ἀήρ Plut.);
2 стекаться (πολλῶν ἐπὶ πολλοῖς ἐπεσρεόντων Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισρέω: μέλλ. -ρεύσομαι, εἰσρέω ὑπεράνωθέν τινος, ὡς ὅταν ἡ θάλασσα ὁρμᾷ κατὰ τῶν πλευρῶν πλοίου καὶ εἰσρέῃ εἰς αὐτὸ ὑπεράνωθεν αὐτῶν, καὶ τὴν μὲν ἐξηντλοῦμεν, ἡ δ’ ἐπεισρέει Ποιητ. παρ’ Ἀρρ. ἐν Περίπλ. Εὐξ. Πόντ. 3, ἐν τέλει· οἷον ἐκ πηγῆς τῆς Νουμᾶ σοφίας τῶν καλῶν καὶ δικαίων ἐπεισρεόντων εἰς ἅπαντας Πλουτ. Νουμ. 20, Λουκ. Ἀλέξ. 49, Ἀθήν. 156Ε.
Greek Monolingual
ἐπεισρέω (Α) εισρέω
εισρέω κάπου από υψηλότερο σημείο.
Greek Monotonic
ἐπεισρέω: μέλ. -ρεύσομαι, εισρέω από πάνω ή υπερχειλίζω, σε Πλούτ., Λουκ.