ἐχενηΐς: Difference between revisions
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐχενηΐς:''' -ΐδος, συνηρ. -νῇς, -ῇδος, ἡ ([[ναῦς]]), αυτός που εμποδίζει, καθυστερεί τα πλοία, [[άγκυρα]], σε Αισχύλ., Ανθ. | |lsmtext='''ἐχενηΐς:''' -ΐδος, συνηρ. -νῇς, -ῇδος, ἡ ([[ναῦς]]), αυτός που εμποδίζει, καθυστερεί τα πλοία, [[άγκυρα]], σε Αισχύλ., Ανθ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ΐδος, ἡ, <i>das [[Schiff]], [[ναῦς]], [[zurückhaltend]], [[hemmend]]</i>, von widrigen [[Winden]], Aesch. <i>Ag</i>. 145; vom [[Anker]], Theaet.Schol. 1 (VI.27); von der [[Windstille]], Nonn. <i>D</i>. 13.114. – Bei Arist. <i>H.A</i>. 2.14 Opp. <i>Hal</i>. 1.212 Plut. <i>Symp</i>. 2.7 ein [[Meerfisch]], <i>der Schiffhalter, remora</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:38, 24 November 2022
English (LSJ)
ΐδος, contr. ἐχενῇς, ῇδος, ἡ, (ναῦς) A ship-detaining, ἄπλοιαι A.Ag.149 (lyr.); ἄγκυρα AP6.27.5 (Theaet.); γαλήνη Nonn.D.13.114. II a small fish, supposed to have the power of holding ships back, Arist. HA505b19, Opp.H.1.212, Plin.HN9.79; in form ἐχεναΐς, = Lat. remora, Donat. ad Ter.Andr. 739, Eun.302.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
qui arrête ou retient les vaisseaux.
Étymologie: ἔχω, ναῦς.
Russian (Dvoretsky)
ἐχενηΐς: ΐδος ἡ рыба прилипало, ремора (предполож. Echeneis remora, Leptecheneis naucrates или Remoropsis brachyptera L; в древности ей приписывалась способность задерживать корабли, к которым она прикреплялась своей овальной присоской) Arst., Plut.
ΐδος, стяж. ἐχενῇς, ῇδος adj. f
1) задерживающая корабли (ἀντίπνοοι ἄπλοιαι Aesch.);
2) останавливающая суда (ἄγκυρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐχενηΐς: ΐδος, συνῃρ. -νῇς, ῇδος, ἡ, (ναῦς) ὁ κρατῶν τὰς ναῦς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 149 (ἴδε ἄπλοια)· ἄγκυρα Ἀνθ. Π. 6. 27· γαλήνη Νόνν. Δ. 13. 114. ΙΙ. μικρὸς ἰχθύς, περὶ οὗ ἐπιστεύετο ὅτι εἶχε τὴν δύναμιν νὰ κρατῇ ὀπίσω τὰ πλοῖα, remora, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 14, 4· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 212., Πλιν. Ν. Η. 9. 25. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 120.
Greek Monotonic
ἐχενηΐς: -ΐδος, συνηρ. -νῇς, -ῇδος, ἡ (ναῦς), αυτός που εμποδίζει, καθυστερεί τα πλοία, άγκυρα, σε Αισχύλ., Ανθ.
German (Pape)
ΐδος, ἡ, das Schiff, ναῦς, zurückhaltend, hemmend, von widrigen Winden, Aesch. Ag. 145; vom Anker, Theaet.Schol. 1 (VI.27); von der Windstille, Nonn. D. 13.114. – Bei Arist. H.A. 2.14 Opp. Hal. 1.212 Plut. Symp. 2.7 ein Meerfisch, der Schiffhalter, remora.