ἑσπερινός: Difference between revisions
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=esperinos | |Transliteration C=esperinos | ||
|Beta Code=e(sperino/s | |Beta Code=e(sperino/s | ||
|Definition=ή, όν, = [[ἑσπέριος]], X. ''Lac.'' 12.6, ''AP'' 5.201 (Asclep. or Posidipp.), Ptol. ''Alm.'' 8.4, DC. 69.18; [[θυσία]] [[LXX]] 4Ki. 16.15, al.; [[Ἑσπέρινος]], ὁ (sc. [[μήν]]), name of month in Doris, GDI 2172 (Erineos). | |Definition=ή, όν, = [[ἑσπέριος]], X. ''Lac.'' 12.6, ''AP'' 5.201 (Asclep. or Posidipp.), Ptol. ''Alm.'' 8.4, DC. 69.18; [[θυσία]] [[LXX]] 4Ki. 16.15, al.; [[Ἑσπέρινος]], ὁ (''[[sc.]]'' [[μήν]]), name of month in Doris, GDI 2172 (Erineos). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:40, 30 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, = ἑσπέριος, X. Lac. 12.6, AP 5.201 (Asclep. or Posidipp.), Ptol. Alm. 8.4, DC. 69.18; θυσία LXX 4Ki. 16.15, al.; Ἑσπέρινος, ὁ (sc. μήν), name of month in Doris, GDI 2172 (Erineos).
German (Pape)
[Seite 1043] = Folgdm, Xen. Lac. 12, 6; δόρπον Ath. I, 11 d; Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du soir.
Étymologie: ἕσπερος.
Russian (Dvoretsky)
ἑσπερῐνός: Xen., Anth. = ἑσπέριος.
Greek (Liddell-Scott)
ἑσπερινός: -ή, -όν, = τῷ ἑπομ. Ξεν. Λακ. 12. 6. - ἡ ἑσπερινὴ θυσία Ἑβδ. (Λευ. ΚΓ΄, 5, κλ.)· ἑσπερινὴ εὐχὴ Βασίλ. ΙΧ. 497C· σύναξις Θεόφιλ. Ἀλ. 33Β. 2) ὡς οὐσ., ὁ ἑσπερινὸς (ἐξυπ. ὕμνος) Γρηγέντ. 616Β. - Ἐν τῇ Λειτουργικῇ μέγας ἑσπερινός, καθ’ ὃν τελεῖται καὶ εἴσοδος καὶ μικρὸς ἑσπερινὸς ὁ συνήθης.
Greek Monolingual
-ή, -ό και σπερινός και σπερνός και εσπερνός, -ή, -ό (ΑΜ ἑσπερινός, -ή, -όν) εσπέρα
1. ο βραδινός, ο εσπέριος
2. εκκλ. το αρσ. ως ουσ. ο εσπερινός (ενν. ύμνος)
η εκκλησιαστική ακολουθία γύρω στη δύση του ηλίου, η οποία υπάγεται στην ημερονύκτια προσευχή της επόμενης ημέρας και γι' αυτό ψάλλονται τροπάρια και απολυτίκιο της εορτής της επόμενης ημέρας
μσν.
(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) τὸ ἑσπερινόν
το βράδυ.
Greek Monotonic
ἑσπερῐνός: -ή, -όν, = το επόμ., σε Ξεν.
Middle Liddell
ἑσπερῐνός, ή, όν = ἑσπέριος, Xen.]