ἑψητός: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epsitos | |Transliteration C=epsitos | ||
|Beta Code=e(yhto/s | |Beta Code=e(yhto/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[boiled]], ὄξος <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>2.3.14</span>; ὕδατα <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>111</span>; [[ἑψητός]] (sc. [[οἶνος]]), ὁ, [[must]], <span class="bibl">Gp.7.12.23</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ἑψητοί]], [[ῶν]], | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[boiled]], ὄξος <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>2.3.14</span>; ὕδατα <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>111</span>; [[ἑψητός]] (sc. [[οἶνος]]), ὁ, [[must]], <span class="bibl">Gp.7.12.23</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ἑψητοί]], [[ῶν]], οἱ, [[small fish boiled for eating]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>679</span>, <span class="bibl">Nicopho 18</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>569a20</span>: sg., <span class="bibl">Archipp. 16</span>, <span class="bibl">Eub.93</span>, <span class="bibl">Posidipp.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>83.3</span> (iii B. C.), cf. Gal. 19.102; cf. [[ἑψητεῖς]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:20, 11 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, A boiled, ὄξος X.An.2.3.14; ὕδατα Nic.Al.111; ἑψητός (sc. οἶνος), ὁ, must, Gp.7.12.23, al. II ἑψητοί, ῶν, οἱ, small fish boiled for eating, Ar.V.679, Nicopho 18, Arist.HA569a20: sg., Archipp. 16, Eub.93, Posidipp.3, PCair.Zen.83.3 (iii B. C.), cf. Gal. 19.102; cf. ἑψητεῖς.
German (Pape)
[Seite 1132] adj. verb. zu ἕψω, gekocht, gesotten, ὄξος Xen. An. 2, 3, 14; ὕδατα Nic. Al. 111. – Ber Arist. H. A. 6, 15 u. Ath. VII, 301 c sind οἱ ἑψητοί eine Art kleiner Fische, Back-, Bratfische; vgl. Ar. Vesp. 679.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
cuit, bouilli.
Étymologie: adj. verb. de ἑψέω.
Russian (Dvoretsky)
ἑψητός:
1) вареный (ὄξος Xen.);
2) легко разваривающийся (σῶμα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑψητός: -ή, -όν, βραστός, βεβρασμένος, ὄξος Ξεν. Ἀν. 2. 3, 14· ὕδατα Νικ. Ἀλεξιφ. 111. ΙΙ. ἑψητοί, ῶν, οἱ, μικροὶ ἰχθύες βραστοὶ πρὸς βρῶσιν, Ἀριστοφ. Σφ. 679, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσι» 8, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 2, Ἀθήν. 301Α-C· πρβλ. ἐπανθρακίς.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἑψητός, -ή, -ον) ἕψω
ψητός, βραστός, βρασμένος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τo εψητό και ψητό
το ψητό, το φαγητό του φούρνου ή της σούβλας
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑψητόν
φαγητό μαγειρεμένο (βρασμένο, του φούρνου ή της σούβλας)
2. φρ. «ἑψητὸς οἶνος» — γλεύκος, μούστος
αρχ.
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἑψητοί
μικρά ψάρια μαγειρεμένα, έτοιμα για φάγωμα.
Greek Monotonic
ἑψητός: -ή, -όν (ἕψω), βραστός, βρασμένος, σε Ξεν.· ἑψητοί, -ῶν, οἱ, βραστά ψάρια, σε Αριστοφ.