ἡνιοχεύς: Difference between revisions
Ὑφ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται → Sapiens non capitur deliciarum retibus → Der Weise wird nicht von der Lust gefangen gesetzt
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iniocheys | |Transliteration C=iniocheys | ||
|Beta Code=h(nioxeu/s | |Beta Code=h(nioxeu/s | ||
|Definition=έως, Ep. ῆος, ὁ, poet. for < | |Definition=-έως, Ep. [[ῆος]], ὁ, ''poet.'' for<br><span class="bld">A</span> ἡνίοχος, ὑπὸ δ' ἔστρεφον ἡνιοχῆες Il.5.505; <b class="b3">θρασὺν Ἕκτορος ἡνιοχῆα</b><br><span class="bld">8</span> 312, cf. ''APl.''5.337; [[the constellation Auriga]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 1.178, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
-έως, Ep. ῆος, ὁ, poet. for
A ἡνίοχος, ὑπὸ δ' ἔστρεφον ἡνιοχῆες Il.5.505; θρασὺν Ἕκτορος ἡνιοχῆα
8 312, cf. APl.5.337; the constellation Auriga, Nonn. D. 1.178, al.
German (Pape)
[Seite 1172] ὁ, poet. = ἡνίοχος, im plur. ἡνιοχῆες, Il. 5, 505. 8, 312. 16, 837. 19, 401; ἡνιοχῆα Nonn. D. 8, 256.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
gén. épq. ῆος;
c. ἡνίοχος.
Russian (Dvoretsky)
ἡνιοχεύς: έως, эп. ῆος ὁ Hom. = ἡνίοχος.
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιοχεύς: έως, Ἐπ. ῆος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἡνίοχος, ὑπὸ δ’ ἔστρεφον ἡνιοχῆες Ἰλ. Ε. 505· θρασὺν Ἕκτορος ἡνιοχῆα Θ. 312.
English (Autenrieth)
ῆος = ἡνίοχος. (Il.)
Greek Monolingual
ἡνιοχεύς, -έως, επικ. γεν. -ήος, ὁ (Α)
1. ηνίοχος («υπό δ' έστρεφον ηνιοχήες», Ομ. Ιλ.)
2. ο αστερισμός του ηνιόχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ποιητ. τ. του ηνίοχος].
Greek Monotonic
ἡνιοχεύς: -έως, Επικ. -ῆος, ὁ, ποιητ. αντί ἡνίοχος, σε Ομήρ. Ιλ.