ἰσοπολιτεία: Difference between revisions
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰσοπολῑτεία:''' ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἰσοπολῑτεία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[равенство гражданских прав]], [[политическое равноправие]] Arst., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[взаимное предоставление национального полноправия иноземцам]] (по межгосударственному договору) (οἱ Ἀθηναῖοι πᾶσι Ῥοδίοις ἰσοπολιτείαν ἐψηφίσαντο Polyb.; Λεβαδεῦσίν ἐστιν ἰ. πρὸς Ἀρκάδας Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:38, 25 November 2022
English (LSJ)
ἡ, A equality of civic rights, Arist.Fr.575; granted to individuals, IG7.4264 (Oropus, iii B.C.), 5(2).11 (Tegea, iii B.C.), etc.; or to communities, SIG472.11 (Phigalea, iii B.C.), Plb.16.26.9, D.S.15.46, etc. 2 esp. reciprocity of such rights (guaranteed by treaty between two states), GDI5040 (Crete), OGI265 (Pergam., iii B.C.), etc.; Λεβαδεῦσίν ἐστιν ἰ. πρὸς Ἀρκάδας Plu.2.300b.
German (Pape)
[Seite 1266] ἡ, gleiches Bürgerrecht, Gleichheit, der bürgerlichen Rechte; πᾶσι Ῥοδίοις ἰσοπολιτείαν ἐψηφίσαντο Pol. 16, 26, 9; ἰσοπολιτείας μεταλαβεῖν Plut. Camill. 38. Bes. auch wo zwei Staaten gegenseitig der eine den Bürgern des andern das Bürgerrecht ertheilen, Λιβαδεῦσίν ἐστιν ἰσοπολιτεία πρὸς Ἀρκάδας Plut. qu. Gr. 39.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
droit public égalité des droits politiques accordée à un étranger.
Étymologie: ἴσος, πολιτεία.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοπολῑτεία: ἡ
1 равенство гражданских прав, политическое равноправие Arst., Plut.;
2 взаимное предоставление национального полноправия иноземцам (по межгосударственному договору) (οἱ Ἀθηναῖοι πᾶσι Ῥοδίοις ἰσοπολιτείαν ἐψηφίσαντο Polyb.; Λεβαδεῦσίν ἐστιν ἰ. πρὸς Ἀρκάδας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοπολῑτεία: ἡ, ἰσότης πολιτικῶν δικαιωμάτων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 537· παρεχομένη εἰς ἰδιώτας, εἶμεν αὐτῷ ἰσοπολιτείαν Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1567, πρβλ. 1772-3. 2) ἰδίως συνθήκη μεταξὺ δύο πόλεων περὶ ἀμοιβαίας παραχωρήσεως τοιούτων δικαιωμάτων, Ἐπιγρ. Κρητ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 190., 2558, Πολύβ. 16. 26. 9, κτλ.· Λεβαδεῦσίν ἐστιν ἰσ. πρὸς Ἀρκάδας Πλούτ. 2. 300Α· οὕτως, αἱ ἰσοπολίτιδες πόλεις, αἱ εἰσελθοῦσαι εἰς τοιαύτας συνθήκας, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040 ΙΙ. 16· ἐντεῦθεν ἐπὶ τῶν Ρωμαϊκῶν municipia, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 10: - πρβλ. Niebuhi Ρωμ. Ἱστ. 2, σημείωσ. 101.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἰσοπολιτεία)
η ισότητα τών πολιτών απέναντι στον νόμο, ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων, ισονομία
αρχ.
αμοιβαία παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων στους πολίτες δύο πόλεων η οποία έχει κατοχυρωθεί με συνθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + πολιτεία (< πολιτεύομαι)].