ὀξυρεπής: Difference between revisions
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀξυρεπής]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, ὀξυρρεπής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διακρίνεται για την [[ευστροφία]] του ( | |mltxt=[[ὀξυρεπής]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, ὀξυρρεπής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διακρίνεται για την [[ευστροφία]] του («ὀξυρεπεῖ δόλῳ» — με εύστροφη [[δολιότητα]], <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὀξυρρεπής<br />[[ὀξέως]] βαρῶν, ἤ ῥέπων, ἤ κινούμενος». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀξυρρεπῶς</i> (Α)<br />με οξυρεπή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -(<i>ρ</i>)<i>ρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]] «[[γέρνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>ρρεπής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:05, 13 October 2022
English (LSJ)
ές, = ὀξύρροπος, ὀ. δόλῳ with quick-turning art. Pi.O.9.91; ὀξυρρεπής in Hsch.
German (Pape)
[Seite 354] ές, poet, = ὀξυῤῥεπής, Pind. Ol. 9, 98, δόλος.
Russian (Dvoretsky)
ὀξυρεπής: Pind. = ὀξύρροπος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠρεπής: -ές, = ὀξύρροπος, ὀξυρ. δόλῳ, μετ’ εὐστρόφου δολιότητος, Πινδ. Ο. 9. 138· ὀξυρρεπὴς ἐν Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1015, καὶ παρ’ Ἡσύχ.:» ὀξυρρεπής· ὀξέως βαρῶν, ἢ ῥέπων, ἢ κινούμενος»· ― Ἐπίρρ. ὀξυρρεπῶς, Μᾶρκ. Ἐρημ. 1041Β.
English (Slater)
ὀξῠρεπής delicately poised φῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις i. e. by swiftly shifting balance (O. 9.91)
Greek Monolingual
ὀξυρεπής και, κατά τον Ησύχ., ὀξυρρεπής, -ές (Α)
1. αυτός που διακρίνεται για την ευστροφία του («ὀξυρεπεῖ δόλῳ» — με εύστροφη δολιότητα, Πίνδ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξυρρεπής
ὀξέως βαρῶν, ἤ ῥέπων, ἤ κινούμενος».
επίρρ...
ὀξυρρεπῶς (Α)
με οξυρεπή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -(ρ)ρεπής (< ρέπω «γέρνω»), πρβλ. ισο-ρρεπής].
Greek Monotonic
ὀξῠρεπής: -ές (ῥέπω), = οξύρροπος, σε Πίνδ.