ὀξυμέριμνος: Difference between revisions
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui demande un esprit aiguisé, subtil.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[μέριμνα]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui demande un esprit aiguisé]], [[subtil]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[μέριμνα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:25, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, keenly laboured or studied, παλαίσματα Ar.Ra.877 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 353] scharfe Sorge erregend, od. geschärfte Sorgfalt erfordernd, od., richtiger, durch scharfe, spitze Sorgfalt sein ausgesonnen, παλαίσματα, von Aeschylus u. Euripides Wortstreit, Ar. Ran. 877.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui demande un esprit aiguisé, subtil.
Étymologie: ὀξύς, μέριμνα.
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠμέριμνος: тонко придуманный, тонкий, утонченный (παλαίσματα Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠμέριμνος: -ον, ὁ ὀξέως μελετηθείς, ὁ πολλῆς τυχὼν μερίμνης, παλαίσματα Ἀριστοφ. Βάτρ. 877.
Greek Monolingual
ὀξυμέριμνος, -ον (Α)
αυτός που έτυχε μεγάλης φροντίδας, που μερίμνησαν ιδιαίτερα γι' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + μέριμνα (πρβλ. πολυ-μέριμνος)].
Greek Monotonic
ὀξῠμέριμνος: -ον (μέριμνα), αυτός που έχει μελετηθεί με μεγάλη λεπτομέρεια, ενδελεχώς, σε Αριστοφ.