ὑδατοτρεφής: Difference between revisions

From LSJ

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui croît au bord de l'eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[τρέφω]].
|btext=ής, ές :<br />][[qui croît au bord de l'eau]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[τρέφω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 16:55, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰτοτρεφής Medium diacritics: ὑδατοτρεφής Low diacritics: υδατοτρεφής Capitals: ΥΔΑΤΟΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: hydatotrephḗs Transliteration B: hydatotrephēs Transliteration C: ydatotrefis Beta Code: u(datotrefh/s

English (LSJ)

ές, bred in water, growing in or by the water, αἴγειροι Od.17.208.

German (Pape)

[Seite 1172] ές, vom, im Wasser genährt, im, am Wasser wachsend, αἴγειροι, Od. 17, 208.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
]qui croît au bord de l'eau.
Étymologie: ὕδωρ, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ὑδᾰτοτρεφής: (ῠ) растущий у воды (αἴγειροι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑδᾰτοτρεφής: -ές, ὡς τὸ ὑδᾰτοθρέμμων, ὁ ὑπὸ ὕδατος τρεφόμενος ἢ αὐξόμενος, ἀμφὶ δ’ ἄρ’ αἰγείρων ὑδατοτρεφέων ἦν ἄλσος Ὀδ. Ρ. 208· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 577.

English (Autenrieth)

ές: water-fed, growing by the water, Od. 17.208†.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που τρέφεται με νερό ή αυξάνεται από το νερό ή μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + -τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμο-τρεφής].

Greek Monotonic

ὑδᾰτοτρεφής: -ές (τρέφομαι), αυτός που μεγαλώνει μέσα ή κοντά σε νερό, υδρόβιος, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ὑδᾰτο-τρεφής, ές [τρέφομαι]
growing in or by the water, Od.