ὑμνῳδία: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑμνῳδία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[торжественное песнопение]], [[гимн]] Eur., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[вещая песнь]], [[прорицание]]: τίν᾽ ἔχρησας ὑμνῳδίαν; Eur. что ты напророчил?
|elrutext='''ὑμνῳδία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[торжественное песнопение]], [[гимн]] Eur., Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[вещая песнь]], [[прорицание]]: τίν᾽ ἔχρησας ὑμνῳδίαν; Eur. что ты напророчил?
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:45, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνῳδία Medium diacritics: ὑμνῳδία Low diacritics: υμνωδία Capitals: ΥΜΝΩΔΙΑ
Transliteration A: hymnōidía Transliteration B: hymnōdia Transliteration C: ymnodia Beta Code: u(mnw|di/a

English (LSJ)

ἡ, A singing of a hymn, hymning, CIG2715a22 (Stratonicea), Porph.Abst.2.34: pl., E.Hel.1434, Ps.-Luc.Philopatr.26, Artem.1.56. 2 = χρησμῳδία, prophetic strain, E.Ion682 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1179] ἡ, das Singen eines Lobgesangs, der Lobgesang selbst, Eur. Hel. 1450; auch Orakel, τίν' ἔχρησας ὑμνῳδίαν Eur. Ion 684.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
hymne, poème lyrique.
Étymologie: ὕμνος, ᾠδή.

Russian (Dvoretsky)

ὑμνῳδία:
1 торжественное песнопение, гимн Eur., Luc.;
2 вещая песнь, прорицание: τίν᾽ ἔχρησας ὑμνῳδίαν; Eur. что ты напророчил?

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνῳδία: ἡ, ᾆσις ὕμνου, ψαλμῳδία, Εὐρ. Ἑλ. 1434, Συλλ. Ἐπιγρ. 2751a. 22. ΙΙ. ὕμνος, λυρικὸν ποίημα, ἐν τῷ πληθ., Λουκ. Φιλόπατρ. 26. Ἀρτεμίδ. 1. 56. 2) = χρησμῳδία, προφητικὴ ᾠδή, Εὐρ. Ἴων. 682.

Greek Monolingual

η / ὑμνῳδία, ΝΜΑ υμνωδός
το να άδει κάποιος ύμνο, ψαλμωδία
νεοελλ.
1. συλλογή εκκλησιαστικών ύμνων
2. μουσ. λόγιος ελληνικός όρος για το ορατόριο
νεοελλ.-μσν.
εκκλησιαστικός ύμνος
αρχ.
1. λυρικό ποίημα
2. προφητική ωδή, χρησμωδία.

Greek Monotonic

ὑμνῳδία: ἡ,
I. ψαλμός ύμνου, εξύμνιση, ψαλμωδία, σε Ευρ.
II. = χρησμῳδία, προφητική ωδή, στον ίδ.

Middle Liddell

ὑμνῳδία, ἡ,
I. the singing of a hymn, hymning, Eur.
II. = χρησμῳδία, a prophetic strain, Eur.