ὑποφύω: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=être en voie de croissance.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[φύω]].
|btext=[[être en voie de croissance]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[φύω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:05, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφύω Medium diacritics: ὑποφύω Low diacritics: υποφύω Capitals: ΥΠΟΦΥΩ
Transliteration A: hypophýō Transliteration B: hypophyō Transliteration C: ypofyo Beta Code: u(pofu/w

English (LSJ)

A cause to grow up under, τοῖσι δ' ὑπὸ χθὼν φύεν ποίην Il. 14.347:—Pass., fut. -φύσομαι Diog.Oen.29: aor. 2 -εφύην Arist. HA501b9: pf. -πέφυκα Gal.2.277:—grow up below or as a substitute, of flesh, Hp.VC17, Fract.33; of teeth, Arist. l. c.; of hoofs, ib.604a25: metaph., ἂν [τὰς ῥίζας] ὑποτέμωμεν, οὐδὲν τῶν κακῶν ἡμῖν -φύσεται Diog.Oen. l.c.:—ὑποφύει = ὑποφύεται is f.l. in Thphr.HP 4.15.2. 2 Pass., of muscles, to be inserted under, τῷ δέρματι Gal.2.246, UP3.11, cf. 4.10, al. II Pass. also, to be in process of growth, ἐξειργάσατο τὴν τέχνην τὴν γραφικὴν ὑποφυομένην ἔτι Ael. VH8.8.

French (Bailly abrégé)

être en voie de croissance.
Étymologie: ὑπό, φύω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφύω: выращивать, взращивать снизу (ποίην Hom. - in tmesi): γίνεται ἅμα τῆς ἑτέρας ὑποφυομένης ἡ τῆς ἑτέρας ὁπλῆς ἀποβολή Arst. по мере того, как нарастает новое копыто, старое сбрасывается.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφύω: φύω, γεννῶ κάτωθεν, τοῖσι δ' ὑπὸ χθὼν φύε ποίην Ἰλ. Ξ. 347. ― Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., φύομαι κάτωθεν, Ἱππ. π. Κεφ. Τρωμ. 910, π. Ἀγμ. 774· ἐπὶ τῶν ὀδόντων, φύομαι κάτωθεν εἰς ἀντικατάστασιν ἄλλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 2, 1, πρβλ. 8. 24, 1· ― ὑποφύει = ὑποφύεται, (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 15, 2. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, ἐξακολουθῶ αὐξανόμενος, διατελῶ ἐν αὐξήσει, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 8.

Greek Monolingual

Α φύω
1. (για την γη) αφήνω να βλαστήσει, βγάζω
2. μέσ. ὑποφύομαι
α) (για δόντι) φυτρώνω για να αντικαταστήσω άλλο
β) αυξάνομαι, μεγαλώνω συνεχώς.

Greek Monotonic

ὑποφύω: κάνω κάτι να φυτρώσει από κάτω, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

to make to grow up, Il.