ὑψηλόφρων: Difference between revisions
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑψηλόφρων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ὑψηλόφρων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1</b> [[горделивый]], [[гордый]] ([[θυμός]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[возвышенного образа мыслей]] ([[ἀνήρ]] Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:54, 25 November 2022
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, high-minded, high-spirited, ἀνήρ Pl.R.550b; haughty, θυμός E.IA 919.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 qui a des sentiments élevés ou de grandes pensées;
2 en mauv. part qui a une haute opinion de soi, hautain, orgueilleux.
Étymologie: ὑψηλός, φρήν.
Russian (Dvoretsky)
ὑψηλόφρων: 2, gen. ονος
1 горделивый, гордый (θυμός Eur.);
2 возвышенного образа мыслей (ἀνήρ Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψηλόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ὑψηλὰ φρονῶν, ὁ ὑψηλὸν φρόνημα ἔχων, ὑψηλόνους, ἀνὴρ Πλάτ. Πολ. 550Α· ὑπερήφανος, ἀγέρωχος, θυμὸς Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 919.
Greek Monolingual
-ον / ὑψηλόφρων, -ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. υψηλόφρονας Ν, και ὑψηλόφρονος, -ον, Α
αυτός που έχει υψηλά φρονήματα
μσν.-αρχ.
υπερήφανος, αλαζόνας («ὑψηλόφρων μοι θυμὸς αἴρεται πρόσω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Greek Monotonic
ὑψηλόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), υψηλόφρων, αλαζονικός, υπεροπτικός, υπερήφανος, αγέρωχος, σε Ευρ., Πλάτ.
Middle Liddell
ὑψηλό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
high-minded, high-spirited, haughty, Eur., Plat.