ἀπρόσικτος: Difference between revisions

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
(CSV import)
mNo edit summary
Line 39: Line 39:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀπλησίαστος]], [[ἀνέφικτος]]). Ἀπό τό α στερητ. + προσικνοῦμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] ἱκνοῦμαι.
|mantxt=(=[[ἀπλησίαστος]], [[ἀνέφικτος]]). Ἀπό τό α στερητ. + προσικνοῦμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] ἱκνοῦμαι.
}}
{{trml
|trtx====[[unreachable]]===
Bulgarian: недостижим; Catalan: inabastable; Chinese Mandarin: 遥不可及的, 不可及; Finnish: saavuttamaton; German: [[unerreichbar]]; Greek: [[άφταστος]], [[άφθαστος]]; Ancient Greek: [[ἀκατάληπτος]], [[ἀκατόρθωτος]], [[ἀκίχητος]], [[ἀνάλωτος]], [[ἀνέφεδρος]], [[ἀπρόσικτος]], [[ἀπρόσιτος]], [[ἀπροτίμαστος]]; Hungarian: elérhetetlen; Italian: [[irraggiungibile]]; Maori: aweawe; Russian: [[недосягаемый]], [[недостижимый]]; Spanish: [[inalcanzable]]; Swedish: oåtkomlig, onåbar; Turkish: ulaşılmaz
}}
}}

Revision as of 16:56, 5 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόσικτος Medium diacritics: ἀπρόσικτος Low diacritics: απρόσικτος Capitals: ΑΠΡΟΣΙΚΤΟΣ
Transliteration A: aprósiktos Transliteration B: aprosiktos Transliteration C: aprosiktos Beta Code: a)pro/siktos

English (LSJ)

ον, unattainable, ἔρωτες Pi.N.11.48.

Spanish (DGE)

-ον
inalcanzable ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι Pi.N.11.48.

German (Pape)

[Seite 339] unerreichbar, ἔρωτες Pind. N. 11, 48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inabordable.
Étymologie: , προσικνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσικτος: недоступный (ἔρωτες Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσικτος: -ον, ἀνέφικτος, ἀπροσίκτων δ’ ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι Πινδ. Ν. 11 ἐν τέλ.

English (Slater)

ἀπρόσικτος unattainable ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι (N. 11.48)

Greek Monolingual

ἀπρόσικτος, -ον (Α) προσικνούμαι
ανέφικτος.

Greek Monotonic

ἀπρόσικτος: -ον, ακατόρθωτος, ανέφικτος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

not to be attained, Pind.

Mantoulidis Etymological

(=ἀπλησίαστος, ἀνέφικτος). Ἀπό τό α στερητ. + προσικνοῦμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἱκνοῦμαι.

Translations

unreachable

Bulgarian: недостижим; Catalan: inabastable; Chinese Mandarin: 遥不可及的, 不可及; Finnish: saavuttamaton; German: unerreichbar; Greek: άφταστος, άφθαστος; Ancient Greek: ἀκατάληπτος, ἀκατόρθωτος, ἀκίχητος, ἀνάλωτος, ἀνέφεδρος, ἀπρόσικτος, ἀπρόσιτος, ἀπροτίμαστος; Hungarian: elérhetetlen; Italian: irraggiungibile; Maori: aweawe; Russian: недосягаемый, недостижимый; Spanish: inalcanzable; Swedish: oåtkomlig, onåbar; Turkish: ulaşılmaz