κάττυμα: Difference between revisions
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κάττυμα -ατος, τό Ion. κάσσυμα [καττύω] schoenzool. | |elnltext=κάττυμα -ατος, τό Ion. κάσσυμα [καττύω] [[schoenzool]]. | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=ἀττ. τοῦ [[κάσσυμα]] (=σόλα παπουτσιοῦ). Ἀπό τό [[κασσύω]] (=[[συρράπτω]]), ἀπό ὅπου καί τά [[κάσας]] ἤ [[κασᾶς]] ἤ [[κασῆς]] (=[[δέρμα]] πού τό ρίχνουν στή ράχη τοῦ ἀλόγου), τό [[κῶας]] (=[[δέρμα]]). | |mantxt=ἀττ. τοῦ [[κάσσυμα]] (=σόλα παπουτσιοῦ). Ἀπό τό [[κασσύω]] (=[[συρράπτω]]), ἀπό ὅπου καί τά [[κάσας]] ἤ [[κασᾶς]] ἤ [[κασῆς]] (=[[δέρμα]] πού τό ρίχνουν στή ράχη τοῦ ἀλόγου), τό [[κῶας]] (=[[δέρμα]]). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:46, 29 November 2022
English (LSJ)
Attic for κάσσυμα.
German (Pape)
[Seite 1406] att. = κασσίτερος, κάσσυμα.
French (Bailly abrégé)
att. p. κάσσυμα.
Greek Monolingual
το (ΑΜ κάττυμα, Α και κάσσυμα) καττύω
πέλμα υποδήματος από σκληρό δέρμα, η σόλα («προσερραμένα τοῖς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.)
νεοελλ.
κομμάτι από δέρμα που αντικαθιστά φθαρμένη σόλα
μσν.
μπάλωμα
αρχ.
1. είδος ελαφρών υποδημάτων
2. είδος μελωδίας που παιζόταν με την κιθάρα
3. (κατά τον Ησύχ.) δόλος, κατεργαριά.
Greek Monotonic
κάττῡμα: καττύω, Αττ. αντί κάσσυμα, κασσύω.
Russian (Dvoretsky)
κάττυμα: ατος τό атт. = κάσσυμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάττυμα -ατος, τό Ion. κάσσυμα [καττύω] schoenzool.
Mantoulidis Etymological
ἀττ. τοῦ κάσσυμα (=σόλα παπουτσιοῦ). Ἀπό τό κασσύω (=συρράπτω), ἀπό ὅπου καί τά κάσας ἤ κασᾶς ἤ κασῆς (=δέρμα πού τό ρίχνουν στή ράχη τοῦ ἀλόγου), τό κῶας (=δέρμα).