σκέρβολος: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[κακολόγος]]). Πιθανόν ἀπό τό [[σκῶρ]] (=σκατό) + [[βάλλω]]. | |mantxt=(=[[κακολόγος]]). Πιθανόν ἀπό τό [[σκῶρ]] (=[[σκατό]]) + [[βάλλω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 November 2022
English (LSJ)
scolding, abusive, Call.Fr.281, Hsch.
German (Pape)
[Seite 893] schmähend, scheltend, lästernd; σκέρβολα μυθήσαντο, Callim. bei Schol. Ar. Equ. 818, Hesych. erkl. λοίδορος, ἀπατεών.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
injurieux, outrageant.
Étymologie: σκώρ, βάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
σκέρβολος: κακολόγος, ὑβριστής, Καλλ. Ἀποσπ. 287· «λοίδορος καὶ τὰ ὅμοια» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
κακολόγος, βλάσφημος, υβριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ρ. σκερβόλλω)].