ἁδρόομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=-οῦμαι (=[[ὡριμάζω]], [[γίνομαι]] [[δυνατός]]). Ἀπό τό [[ἁδρός]] ἀπό ὅπου καί τό οὐσ. ἁδροτήςῆτος (=ὡριμότητα), [[ἁδρέω]] (=[[ὡριμάζω]]). | |mantxt=-οῦμαι (=[[ὡριμάζω]], [[γίνομαι]] [[δυνατός]]). Ἀπό τό [[ἁδρός]] ἀπό ὅπου καί τό οὐσ. ἁδροτήςῆτος (=[[ὡριμότητα]]), [[ἁδρέω]] (=[[ὡριμάζω]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 November 2022
English (LSJ)
Pass., (ἁδρός) grow stout, Myro Hist.1.
Spanish (DGE)
desarrollarse vigorosamente Myro 2.
• Etimología: Cf. ἁδρός.
Russian (Dvoretsky)
ἁδρόομαι: созревать, крепнуть (βλαστάνειν καὶ ἁ. Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁδρόομαι: παθ. (ἁδρὸς) = ὡριμάζω, γίνομαι ἰσχυρός, Πλάτ. Πολ. 498Β· -εἶμαι εὔρωστος Μύρων παρ’ Ἀθην. 657D.
Greek Monotonic
ἁδρόομαι: Παθ. (ἁδρός), γίνομαι ώριμος, ισχυρός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἁδρός
to come to one's strength, Plat.
Mantoulidis Etymological
-οῦμαι (=ὡριμάζω, γίνομαι δυνατός). Ἀπό τό ἁδρός ἀπό ὅπου καί τό οὐσ. ἁδροτήςῆτος (=ὡριμότητα), ἁδρέω (=ὡριμάζω).