vernietiging: Difference between revisions
From LSJ
τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν → measuring happiness by appetite and base desires
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{nlel | {{nlel | ||
|nleltext=[[ | |nleltext=[[ἀμαύρωσις]], [[ἀναίρεσις]], [[ἀναστασία]], [[ἀνάστασις]], [[ἀναστάτωσις]], [[ἀπόλειψις]], [[ἀπώλεια]], [[ἀφάνεια]], [[ἀφάνισις]], [[ἀφανισμός]], [[δανοτής]], [[δαπάνη]], [[δῄωσις]], [[διακοπή]], [[διάλυσις]], [[διασκέδασις]], [[διαφθορά]], [[διαφορά]], [[εἴσπτωσις]], [[ἐκρίζωσις]], [[ἐκτριβή]], [[ἔκτριψις]], [[ἐξάλειψις]], [[κατακονή]], [[κατάλυσις]], [[καταστροφή]], [[καταφθορά]], [[κοπή]], [[σύγχυσις]], [[τὸ δαπανητικόν]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:20, 15 October 2022
Dutch > Greek
ἀμαύρωσις, ἀναίρεσις, ἀναστασία, ἀνάστασις, ἀναστάτωσις, ἀπόλειψις, ἀπώλεια, ἀφάνεια, ἀφάνισις, ἀφανισμός, δανοτής, δαπάνη, δῄωσις, διακοπή, διάλυσις, διασκέδασις, διαφθορά, διαφορά, εἴσπτωσις, ἐκρίζωσις, ἐκτριβή, ἔκτριψις, ἐξάλειψις, κατακονή, κατάλυσις, καταστροφή, καταφθορά, κοπή, σύγχυσις, τὸ δαπανητικόν