vernietiging
From LSJ
Dutch > Greek
ἀμαύρωσις, ἀναίρεσις, ἀναστασία, ἀνάστασις, ἀναστάτωσις, ἀπόλειψις, ἀπώλεια, ἀφάνεια, ἀφάνισις, ἀφανισμός, δανοτής, δαπάνη, δῄωσις, διακοπή, διάλυσις, διασκέδασις, διαφθορά, διαφορά, εἴσπτωσις, ἐκρίζωσις, ἐκτριβή, ἔκτριψις, ἐξάλειψις, κατακονή, κατάλυσις, καταστροφή, καταφθορά, κοπή, σύγχυσις, τὸ δαπανητικόν