προτείχισμα: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προτείχισμα -ατος, τό [προτειχίζω] vooruitgeschoven verdedigingswerk.
|elnltext=προτείχισμα -ατος, τό [προτειχίζω] [[vooruitgeschoven verdedigingswerk]].
}}
}}

Revision as of 13:50, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτείχισμα Medium diacritics: προτείχισμα Low diacritics: προτείχισμα Capitals: ΠΡΟΤΕΙΧΙΣΜΑ
Transliteration A: proteíchisma Transliteration B: proteichisma Transliteration C: proteichisma Beta Code: protei/xisma

English (LSJ)

ατος, τό, advanced fortification, outwork, Th.4.90, 6.100 (pl.), LXX 2 Ki. 20.15, Plb.2.69.6, etc.

German (Pape)

[Seite 791] τό, Vormauer, Befestigung vor der eigentlichen Mauer, Thuc. 6, 100 u. Folgde; χωρίον εὖ κατεσκευασμένον καὶ προτειχίσμασι καὶ τείχει, Pol. 4, 61, 7; auch beim Lager, 2, 69, 6; Plut.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fortification devant un mur, rempart.
Étymologie: πρό, τειχίζω.

Russian (Dvoretsky)

προτείχισμα: ατος τό выдвинутое вперед укрепление, передний вал Thuc., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

προτείχισμα: τὸ, ἐξωτερικὸν τείχισμα, ὀχύρωμα, προμαχών, Θουκ. 4. 90., 6. 100, Πολύβ. 2. 69, 6, κτλ.

Greek Monolingual

το, ΝΑ προτειχίζω
οχύρωμα που εγείρεται μπροστά από το κύριο τείχος
νεοελλ.
ανατ. λεπτό πέταλο φαιάς ουσίας που χωρίζεται από το κέλυφος του φακοειδούς πυρήνα προς τα μέσα και από τον φλοιό της νήσου του εγκεφάλου προς τα έξω με την έξω κάψα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προτείχισμα -ατος, τό [προτειχίζω] vooruitgeschoven verdedigingswerk.