ἀμόλυντος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
(CSV import)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμόλυντος]], -ον) [[μολύνω]]<br />(με [[ηθική]] [[σημασία]]) [[αμίαντος]], [[ακηλίδωτος]], [[καθαρός]], [[άσπιλος]], [[αγνός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν μολύνθηκε ή δεν μπορεί να μολυνθεί (π. χ. από μικρόβια).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμόλυντος]], -ον) [[μολύνω]]<br />(με [[ηθική]] [[σημασία]]) [[αμίαντος]], [[ακηλίδωτος]], [[καθαρός]], [[άσπιλος]], [[αγνός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν μολύνθηκε ή δεν μπορεί να μολυνθεί (π. χ. από μικρόβια).
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον [[inmaculado]], [[que no tiene mancha]] de la Virgen María θεοτόκε, ἄφθαρτε, ἀμίαντε, ἀμόλυντε μήτηρ Χριστοῦ <b class="b3">madre de Dios, incorruptible, sin mancha, inmaculada madre de Cristo</b> C 15b 8
}}
}}

Revision as of 15:30, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμόλυντος Medium diacritics: ἀμόλυντος Low diacritics: αμόλυντος Capitals: ΑΜΟΛΥΝΤΟΣ
Transliteration A: amólyntos Transliteration B: amolyntos Transliteration C: amolyntos Beta Code: a)mo/luntos

English (LSJ)

ον, (μολύνω) A undefiled, LXX Wi.7.22, X.Eph.2.9, Muson.Fr.18Bp.105 H., Arr.Epict.4.11.8; παρθένος IG14.264 (Agrigentum). II Act., not leaving any stain, κινεῖν μέχρι ἀμολύντου Crito ap.Gal.12.487, cf. Antyll. ap. Orib.9.24.4, Olymp.in Mete.307.1.

Spanish (DGE)

-ον
I 1act. no manchadizo, que no deja mancha τὸ δὲ πηγνύμενον ἀμόλυντόν ἐστι Olymp.in Mete.307.1.
2 tb. act., de emplastos y otras sustancias que no deja mancha, que no se pega, solidificado κίνει ἄχρις ἀμολύντου Crito en Gal.12.487, ἀμόλυντα εἶναι καὶ μὴ περιρρεῖν Antyll. en Orib.9.24.4, ἕψε ἔλαιον ... ἕως ἀμόλυντον γένηται Philum.Ven.10.8.
3 pas. no manchado, limpio ὀφθαλμὸς ἀπαθὴς καὶ ἀ. Clem.Al.Strom.6.15.119
subst. τὸ ἀ. limpieza, higiene (en el comer), Muson.Fr.18B.
II fig. de pers. y abstr. puro, inmaculado θυγατρὶ παρθένῳ ἀμολύντῳ γλυκυτάτῃ IG 14.264 (Agrigento), φυλάξειν ἀμόλυντον (τὴν κόρην) X.Eph.2.9.4
de abstr. πνεῦμα LXX Sap.7.22, κάθαρσις Arr.Epict.4.11.8, φύσις Gr.Nyss.M.44.1144A
c. gen. κακίης ἀμόλυντος ... λογισμός razonamiento limpio de maldad Heliod. en Gal.14.145.
III adv. -ως sin mancha ἀ. ἐνεργούμενα ... ἔργα Cyr.Al.M.69.824C.

German (Pape)

[Seite 127] unbefleckt, Sp. Bei Galen. auch: nicht schmutzend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμόλυντος: -ον, (μολύνω) = ἀμίαντος, Ἑβδ., Ξεν. Ἐφεσ. 2. 9, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 167, ἐν τέλ. ΙΙ. ὁ μὴ μολύνων, μὴ καταλείπων σημεῖόν τι ἢ κηλῖδα, Γαλην., κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Ἐπιφάν.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμόλυντος, -ον) μολύνω
(με ηθική σημασία) αμίαντος, ακηλίδωτος, καθαρός, άσπιλος, αγνός
νεοελλ.
αυτός που δεν μολύνθηκε ή δεν μπορεί να μολυνθεί (π. χ. από μικρόβια).

Léxico de magia

-ον inmaculado, que no tiene mancha de la Virgen María θεοτόκε, ἄφθαρτε, ἀμίαντε, ἀμόλυντε μήτηρ Χριστοῦ madre de Dios, incorruptible, sin mancha, inmaculada madre de Cristo C 15b 8