ἁπαλύνω: Difference between revisions
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἁπᾰλύνω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἁπᾰλύνω:'''<br /><b class="num">1</b> [[делать мягким]], [[податливым]], [[смягчать]] (τὸ τοῦ ἵππου [[στόμα]], τὰς τρίχας Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[изнеживать]] (πόδας Xen.);<br /><b class="num">3</b> [[успокаивать]] ([[κῦμα]] ἁπαλύνεται γαλένῃ Anacr.);<br /><b class="num">4</b> [[делать влажным]], [[туманным]] (ἀὴρ ἁπαλυνόμενος - [[varia lectio|v.l.]] к παχυνόμενος - διὰ τὴν περίψυξιν Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:45, 25 November 2022
English (LSJ)
[ῡ], A soften, ἵππου τὸ στόμα, τὰς τρίχας, X.Eq.4.5, 5.5; make plump, opp. ἰσχναίνω, Hp.Art.50. 2 make tender or delicate, τοὺς πόδας ὑποδήμασι X.Lac.2.1:—Pass., to be softened, metaph., LXX 4 Ki.22.19, Ps. 54(55).21.
Spanish (DGE)
I tr.
1 suavizar, ablandar ἀνθρώπου τε σάρκα καὶ ἵππου στόμα X.Eq.4.5, τὰς τρίχας X.Eq.5.5, ὕδωρ ἔλαιον (ac.) ἁπαλύνει Hippol.M.10.852B
•fig. del corazón del pecador, LXX 4Re.22.19.
2 hacer delicado, afeminado τῶν παίδων πόδας ... ὑποδήμασι X.Lac.2.1, τὰς σάρκας ὥσπερ νηπίου LXX Ib.33.25.
3 hacer engordar por op. ἰσχαίνω: ἀναθρέψαι τὸ σῶμα καὶ ἁπαλῦναι Hp.Art.50.
II intr. en v. med. ablandarse de plantas, Horap.1.37
•calmarse κῦμα θαλάσσης ... γαλήνῃ Anacreont.46.4.
German (Pape)
[Seite 277] erweichen, Hippocr.; Xen. re equ. 5, 5; verweichlichen, verzärteln, Xen. Lac. 2, 1; beruhigen, κῦμα άπαλύνεται γαλήνῃ Anacr. 44, 4.
French (Bailly abrégé)
1 amollir, assouplir;
2 rendre tendre ou délicat.
Étymologie: ἁπαλός.
Russian (Dvoretsky)
ἁπᾰλύνω:
1 делать мягким, податливым, смягчать (τὸ τοῦ ἵππου στόμα, τὰς τρίχας Xen.);
2 изнеживать (πόδας Xen.);
3 успокаивать (κῦμα ἁπαλύνεται γαλένῃ Anacr.);
4 делать влажным, туманным (ἀὴρ ἁπαλυνόμενος - v.l. к παχυνόμενος - διὰ τὴν περίψυξιν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁπᾰλύνω: μέλλ. ῠνῶ, (ἁπαλὸς) μαλακύνω, μαλάσσω, τοῦ ἵππου τὸ στόμα, τὰς τρίχας Ξεν. Ἱππ. 5. 5: παχύνω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἰσχναίνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816. 2) καθιστῶ τι ἁπαλόν, τρυφερόν, τοὺς πόδας ὑποδήμασι Ξεν. Λακ. 2. 1, πρβλ. Ἱππ. 4. 5: ― Παθ. μαλακύνομαι, μαλάσσομαι, μεταφορ. Ἑβδ. (Βασιλ. Δ΄ κβ΄, 19΄, Ψαλμ. νδ΄, 21).
Greek Monolingual
κ. απαλαίνω (Α ἁπαλύνω)
νεοελλ.
μτφ. ανακουφίζω, μετριάζω
καταπραΰνω
αρχ.
1. κάνω κάτι μαλακό, τρυφερό, μαλακώνω
2. κάνω κάτι παχύ
3. παθ. μτφ. καταπραΰνομαι, μαλακώνω.
Greek Monotonic
ἁπᾰλύνω: μέλ. -ῠνῶ (ἁπαλός)·
1. μαλακώνω, μαλάξω, σε Ξεν.
2. καθιστώ κάτι αβρό, τρυφερό, τοὺς πόδας, στον ίδ.