ὡρονόμος: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(CSV import) |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὡρονόμος:''' ὁ Anth. = [[ὡρολόγιον]]. | |elrutext='''ὡρονόμος:''' ὁ Anth. = [[ὡρολόγιον]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1415.png Seite 1415]] 1) die Tageszeiten, Stunden abtheilend, sie anzeigend, dah. ὁ [[ὡρονόμος]], der Stundenzeiger, die Uhr, auch der Hahn, Babr. bei Suid., wie πέταυρα, wo man [[ὡρόμαντις]] vermuthet. – 2) die Stunde regierend, von dem jedesmal in das Zeichen eintretenden Planeten, Man. 3, 120. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὡρονόμοι</i><br />[[προσωνυμία]] ορισμένων θεοτήτων («οἱ δεκαδάρχαι καὶ ζωδιοκράτορες καὶ ὡρονόμοι καὶ κραταιοί», Δαμάσκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαιρεί και δείχνει τις ώρες της ημέρας<br /><b>2.</b> (για πλανήτη) αυτός που παρατηρεί την ώρα της γέννησης κάποιου και προκαθορίζει το [[μέλλον]] του, [[ωροσκόπος]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ὡρονόμος]]<br />α) [[ρολόγι]]<br />β) [[πετεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i> <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[νέμω]]), [[πρβλ]]. [[παιδονόμος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:56, 16 October 2022
English (LSJ)
(parox.), ὁ, A hour-divider, i.e. a dial or clock, AP14.6; cf. ὡρόμαντις. II in Astrology, = ὡροσκόπος 11.1, ascendant, Man.1.30, 262, 3.120, Doroth. ap. Heph. Astr.2.24. 2 name of certain deities, οἱ δεκαδάρχαι καὶ ζῳδιοκράτορες καὶ ὡρονόμοι καὶ κραταιοί Dam.Pr.351.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui règle ou indique les heures ; ὁ ὡρονόμος horloge.
Étymologie: ὥρα, νόμος.
Russian (Dvoretsky)
ὡρονόμος: ὁ Anth. = ὡρολόγιον.
German (Pape)
[Seite 1415] 1) die Tageszeiten, Stunden abtheilend, sie anzeigend, dah. ὁ ὡρονόμος, der Stundenzeiger, die Uhr, auch der Hahn, Babr. bei Suid., wie πέταυρα, wo man ὡρόμαντις vermuthet. – 2) die Stunde regierend, von dem jedesmal in das Zeichen eintretenden Planeten, Man. 3, 120.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ὡρονόμοι
προσωνυμία ορισμένων θεοτήτων («οἱ δεκαδάρχαι καὶ ζωδιοκράτορες καὶ ὡρονόμοι καὶ κραταιοί», Δαμάσκ.)
αρχ.
1. αυτός που διαιρεί και δείχνει τις ώρες της ημέρας
2. (για πλανήτη) αυτός που παρατηρεί την ώρα της γέννησης κάποιου και προκαθορίζει το μέλλον του, ωροσκόπος
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὡρονόμος
α) ρολόγι
β) πετεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. παιδονόμος.
Greek (Liddell-Scott)
ὡρονόμος: -ον, ὁ, ὁ διαιρῶν τὴν ὥραν, δηλ. ἡλιακὸν ἢ ἄλλο ὡρολόγιον, Ἀνθ. Π. 14. 6, πρβλ. ὡρόμαντις. ΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρολογίᾳ, ὁ διοικῶν τὴν ὥραν, ἐπὶ τοῦ πλανήτου ὅστις εἶναι ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα κατὰ τὴν ὥραν τῆς γεννήσεως τινος, ὁ κυριεύων πλανήτης, Μανέθων 1. 30, 262., 3. 120.
Spanish
Léxico de magia
ὁ el que rige las horas de un dios ἵνα συμπαραλάβῃς τὸν τῆς σήμερον ἡμέρας καὶ ὥρας ὡρονόμον para que tomes al que rige el día de hoy y de la hora P IV 652